Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Το συνανήκειν και η κομματικότητα

 Δημ. Σεβαστάκης

Συνανήκειν. Δύσκολο, στιλπνό και σπάνιο. Πολλοί εννοούν ότι λείπουν -και στον ΣΥΡΙΖΑ- οι όροι σύμπνοιας και ουσιαστικής ενότητας. Πράγματι εύκολα, ιδίως στην προεκλογική περίοδο, εγείρονται κοιμισμένοι εμφύλιοι, βγαίνει μια ανασφάλεια, μια ένταση. Αλλά οφείλονται στις αγωνίες άδηλου μέλλοντος η τραχύτητα και οι απόκρημνες συμπεριφορές; Στατιστικά ίσως δεν πολυστέκει ο ισχυρισμός.
Οι περισσότεροι έχουν διαμορφωμένη «ταυτότητα» και πριν τον κοινοβουλευτικό ή αυτοδιοικητικό βίο, άρα ο κίνδυνος και η διάσπαρτη ανασφάλεια που ενυπάρχουν στις προεκλογικές περιόδους δεν πρέπει να τους αγγίζουν και πολύ. Αγγίζουν, όμως, μερικούς.
Για τα κουσούρια, τις (βλακο)συνομωσίες κ.λπ. ακόμα δεν έχει εφευρεθεί το εμβόλιο. Αλλά είναι ικανοί μερικοί με κατεστραμμένη ψυχή να επιμολύνουν τον χώρο; Ναι. Το δηλητήριο δεν θέλει πολύ άμα μπει στις φλέβες. Το αντίθετο είναι το δύσκολο. Να αποτοξινωθεί κανείς από το μίσος και τον φθόνο, ιδίως αν έχει την αίσθηση ότι είναι αδικημένος. Φτιάχνει ομαδούλες, συνδέσεις, κατηγορεί, ψιλοεκβιάζει συναισθηματικά (καμιά φορά και κυριολεκτικά), διαπραγματεύεται πάντα εις βάρος του συντρόφου.
Εντούτοις, ο κύριος χαρακτήρας που στεγάζεται στον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να πάσχει από αφέλεια ή αναβλητικότητα, όχι όμως τόσο από καριερισμό. Ή μάλλον όχι από επαγγελματικό καριερισμό, αλλά από μια ανόητη ματαιοδοξία να τον «δουν» όλοι, να τον προσέξουν οι πάντες, να τραβήξει τα βλέμματα θαυμασμού, να εντυπωσιάσει. Αυτό το είδος εκβιαστικού θαυμασμού έχει τη νοσηρή πλευρά του, αλλά πες ότι δεν βλάπτει.
Εκείνο που βλάπτει είναι είτε η ιδιοτελής εκμετάλλευση θέσης και πόστου, είτε τα πηχτά απωθημένα. Στον ΣΥΡΙΖΑ μια παρεμφερής κατάσταση είχε «βγει» στις παρυφές του δημοψηφίσματος, κυρίως στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Στα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν έγιναν προσπάθειες να αμβλυνθούν τραύματα και σκισίματα. Δεν βαριέσαι, μόλις βρεθούν υπό Κ.Σ. ξανανοίγουν οι πληγές.
Αν έχουμε θρυμματισμένο συναισθηματικό και ιδεολογικό υπόστρωμα, δεν μπορούμε να παλέψουμε. Δεν σε επιβεβαιώνει τίποτα από την πραγματικότητα. Νιώθεις ξένος στο ίδιο σου το πολιτικό σώμα. Κι αυτό είναι ένα αίσθημα «ανεπιθύμητου». Γεννάει ένα αίσθημα φυγής και απόσπασης. Αυτό το σημείο της αποξένωσης, του αισθήματος «να τα βροντήξω», καταλαμβάνει πολλούς συντρόφους, φίλους και είναι ένα κρίσιμο σημείο σε μια κρίσιμη στιγμή. Γιατί στα τόσα χρόνια δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση ότι υπάρχει ένα ιδεολογικό τσιμεντάρισμα, ότι, βρέξει - χιονίσει, θα ’σαι εκεί, φρουρός ακοίμητος μιας κομματικότητας που μπορεί ο οποιοσδήποτε (μ...κας) να την κουρελιάζει. Ο οποιοσδήποτε μανιακός να δηλητηριάζει, να φτιάχνει το αποκρουστικό περίβλημα. Ναι, περίβλημα. Τέτοιο βλήμα.
Σε αυτή τη ρευστή στιγμή τίποτα δεν είναι δεδομένο. Αγκυρωμένο σε μια ακίνητη συνέπεια. Γιατί έχουν διαταραχτεί οι αναφορές. Τα σημάδια που βάζει κανείς στον βίο του για να μη χάσει τον δρόμο, για να μη χάσει το εαυτό του. Αυτά τα σημάδια έχουν χαθεί στην αμμοθύελλα, έχουν κρυφτεί από τις διαψεύσεις, έχουν σκονιστεί από τις ηλίθιες και ασυμμάζευτες φιλοδοξίες. Προσοχή, η φουρτούνα δεν πέρασε. Η υπόγεια ταραχή δεν ήρθη.

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Η θολή και δακρυσμένη ελπίδα

 Δημήτρης Σεβαστάκης

Τα επιχειρήματα σήμερα είναι πιο εύκολα, αφού υπάρχει μεγαλύτερη συνοχή στην παραγόμενη κυβερνητική πολιτική, επομένως στην απεικόνισή της. Οι απίστευτες αντιφάσεις του 2015, οι ταλαντεύσεις, οι διαπραγματεύσεις που δεν έβγαιναν, οι συμφωνίες που δεν έλυναν προβλήματα, οι εκβιασμοί δανειστών και εσωτερικών κυκλωμάτων, οι ανασφάλειες, τα συστήματα που κατέρρεαν, η ασχετίλα (μας) ως προς τα κόλπα και τα άτυπα στοιχεία του κράτους, όλα αυτά τα έντονα και άστατα, δεν μπορούσαν να δώσουν συνεκτική πολιτική επιχειρηματολογία.
Το καλοκαίρι του 2015 έγινε η μεγάλη συμβιβαστική επιλογή. Πέρα από την κατάθλιψη, πέρα από τον εσωτερικό μονόλογο της Αριστεράς με τη συνείδησή της, με την παιδεία της, με τους παλιούς συντρόφους, ακόμα και τα πικρά (ή και κανιβαλικά) που εκστομίζονταν, υπήρχε η πολεμική πραγματικότητα. Έπρεπε να απαντήσει κανείς στην πραγματικότητα, πέρα από τις υποκειμενικές δυσκολίες και τις αναστοχαστικές πολυτέλειες.
Στα ΜΜΕ της εποχής, ελάχιστοι έβγαιναν, ουσιαστικά προσπαθώντας να γλιτώσουν από τις βολές για την αλλαγή πολιτικής. Η κεντρική πολιτική επιλογή το καλοκαίρι του 2015 θα μπορούσε να συνοψιστεί: επιείκεια (πίστωση χρόνου, χρηματοδότηση δηλαδή) διά της πειθαρχίας και υπακοής. Πολλά επιβαλλόμενα μέτρα ήταν φορμαλιστικά, ίσως τιμωρητικά, διδακτικά για τους άλλους (τους Πορτογάλους, Ιρλανδούς κ.λπ.) πρωτίστως.
Σήμερα έχουν γίνει σοβαρά βήματα πολιτικής χειραφέτησης. Η χώρα μπορεί να σχεδιάσει με μεγαλύτερη ελευθερία πολιτικές, να ιεραρχεί και να απορρίπτει. Φυσικά, σε ένα πολιτικό και οικονομικό περικείμενο που είναι ευμετάβλητο και εύθραυστο - όπως εξάλλου επιβάλλουν τα περισσότερα μοντέλα σύγχρονου εφαρμοσμένου καπιταλισμού. Πληροφοριοκεντρικού, δανειοκρατικού, αφηγηματικού καπιταλισμού.
Στο σημερινό πεδίο υπάρχει μεγαλύτερη άνεση δημόσιας έκφρασης του ΣΥΡΙΖΑ. Ναι μεν σκληρά μέτρα, πιέσεις, αλλά και κάποια διέξοδος.
Οι προσπάθειες της Δεξιάς για οργάνωση αντιφρονούντων και αγανακτισμένων πολιτών δεν τραβάνε, κάποια βελτιωτικά μέτρα στα εισοδήματα των πολιτών αλλάζουν το κλίμα, καμία σύγκριση με τα δύσκολα 2016, 2017. Κι όμως, από τη μια μεριά έχουμε μια μεταχρονολογημένη μελαγχολία, μια κούραση ίσως από τις πιέσεις, τον μηδενισμό του έργου, τα απίστευτα κυκλώματα που καταλαμβάνουν πόστα και ισχύ.
Μια κόπωση από την κατάσταση πολλών οργανώσεων, τους ηλίθιους και αυτοκαταστροφικούς εμφυλίους. Η κόπωση εκφράζεται με τη μεγάλη κοινωνική, συναισθηματική αναδίπλωση, σαν να βγήκε η κούραση μόλις έφυγε η μεγάλη φουρτούνα. Ο καθένας έχει διάθεση να αλλάξει παραστάσεις, να βγει από την πολιτική πηγάδα. Να πάει στην προσδοκία, να ξανακατοικήσει την αισιοδοξία.
Η συνθήκη δεν είναι πηχτή, συμπαγής, δεν μοιάζει ούτε με τη δύσκολη, αφηρημένη και αγχώδη ελπίδα της άνοιξης του 2015, ούτε με την καταθλιπτική απόφαση του καλοκαιριού του 2015, ούτε με τις αμφίβια δύσκολες χρονιές του 2016 και 2017. Η σημερινή συνθήκη έχει τη σύνθετη, περίπλοκη και κουρασμένη προσδοκία, την πεποίθηση μιας κουρασμένης διεξόδου.
Ως αριστεροί γεννηθήκαμε στα διλήμματα, στις καθαρές κατηγορίες καλού - κακού, στις φωτεινές λεωφόρους του μέλλοντος ή στα σκοτεινά σοκάκια της εξορίας (έστω των βασανιστικών φαντασιώσεων). Με την περιπέτεια της κυβέρνησης, της κοινοβουλευτικής εμπειρίας, οι κατηγορίες τρεμουλιάζουν, συννεφιάζουν, θολώνουν. Τα βλέμματα, οι ιδέες το ίδιο. Οι ιδέες δυσεύρετες, σπάνιες, ίσως και περιττές στο καθεστώς του σκληρού και αμυντικού εμπειρισμού, μιας περιελισσόμενης κυβερνητικής ανηφόρας.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Η αλήθεια για την ακίνητη περιουσία της εκκλησίας

 Βαγ. Αποστόλου

Η προσέγγιση του συγκεκριμένου ζητήματος για να μην γίνονται λανθασμένες εκτιμήσεις ξεκινά από μια παραδοχή: ότι ο γεωγραφικός χώρος της χώρας μας περιλαμβάνει εκτάσεις που σταδιακά προσαρτήθηκαν στο νεοελληνικό κράτος, όπως ρητά περιγράφεται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, στη συνθήκη απελευθέρωσης της Κωνσταντινουπόλεως του 1832 και στις μετέπειτα συνθήκες προσαρτήσεων των απελευθερούμενων ελληνικών εδαφών.
Οι υπάρχουσες λοιπόν τότε μονές, όταν προβάλλουν αξιώσεις επί γαιών, θα πρέπει να κάνουν ρητή αναφορά στο προ των συνθηκών και μετά τις συνθήκες αυτές, καθεστώς δικαιωμάτων τους επί πάσης φύσεως εκτάσεων, επισυνάπτοντας μάλιστα στοιχεία, που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από τη Διοίκηση και την Δικαιοσύνη.
Επί οθωμανικής κυριαρχίας και διαρκούντος του απελευθερωτικού αγώνα οι μονές είχαν υποστεί πολλές κακουχίες από το τουρκικό κράτος, κι αυτό γιατί περιέθαλπαν αγωνιστές ή τους ενίσχυαν με πολεμοφόδια και τρόφιμα. Δεν μπορεί δηλαδή να αμφισβητηθεί η προσφορά των μοναχών στον απελευθερωτικό αγώνα, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τη διαφοροποίηση που ζητούν οι μονές στην αντιμετώπιση ζητημάτων κυριότητας σε εκτάσεις της χώρας.
Οι μονές αντιμετωπίζονταν από το οθωμανικό κράτος ως ευαγή σχεδόν ιδρύματα, δηλαδή όπως τα τζαμιά. Δεν θεωρήθηκε όμως κατά την απελευθέρωση ότι τα κτήματα που νέμονταν, έπρεπε να αποτελέσουν κατά τις διαπραγματεύσεις και αντικείμενο ειδικής ρύθμισης, όπως απετέλεσαν τα βακουφικά. Σε καμιά περίπτωση δεν αντιμετωπίσθηκαν ως αυτοτελείς οικονομικές ενότητες με ακίνητη περιουσία έξω από τους κανόνες του οθωμανικού δικαίου.
Ο Καποδίστριας και ο Όθωνας, όχι μόνο δεν έκαναν καμιά διάκριση στην αντιμετώπιση των υπαρχουσών 430 μονών, αλλά και διέλυσαν όσες είχαν δύναμη κάτω των έξι ατόμων, παίρνοντας ταυτόχρονα και την περιουσία τους. Οι υπόλοιπες 153 συνέχισαν να λειτουργούν, αλλά το 1834 τα περιουσιακά τους στοιχεία μπήκαν σε ειδικό καθεστώς διοίκησης και διαχείρισης, στο Εκκλησιαστικό Ταμείο, που συστάθηκε γι' αυτόν τον σκοπό.

Το Βασιλικό Διάταγμα του 1833

Μπορεί ένα χρόνο πριν, με το Βασιλικό Διάταγμα της 23ης Ιουλίου 1833, η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, στην οποία υπήχθησαν οι μη διαλυθείσες 153 μονές να ανακηρύχθηκε «αυτοκέφαλος», αλλά ήταν ανεξάρτητη από το κράτος μόνο στα δογματικά ζητήματα. Όσον αφορά δε το μεταβατικό καθεστώς των γαιών, από αυτό του οθωμανικού κράτους σε αυτό του νεοελληνικού, ρυθμίστηκε με τα δύο Βασιλικά Διατάγματα της 3/15 Δεκεμβρίου 1833 και της 17/29 Νοεμβρίου 1836. Σύμφωνα με αυτά, οι μονές της ελεύθερης Ελλάδας, αν προέβαλλαν αξιώσεις, όφειλαν να προσκομίσουν επίσημα τουρκικά έγγραφα (ταπία) που να αποδείκνυαν την εκχώρηση προς αυτές, από το επίσημο τουρκικό κράτος, της αποκλειστικής “οιονεί νομής επικαρπίας”, σε τέτοιες εκτάσεις, πράγμα που δεν έκαναν.
Το ελληνικό κράτος, όπως συγκροτήθηκε σε οργανωμένο σύνολο εξουσιών, έλαβε οριστικές αποφάσεις για τις εκτάσεις αυτές το 1835, τις οποίες και γνωστοποίησε το 1838. Μάλιστα, για να λυθούν και τα προβλήματα που προέκυπτανμ με βάση τις συνθήκες απελευθέρωσης, από την υποχρέωση του ελληνικού κράτους να αποζημιώσει τους Οθωμανούς που έφευγαν, υπήρξε κι ένας συμβιβασμός με τους Τούρκους. Ο συμβιβασμός αυτός επικυρώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα που δεν καταργήθηκε έκτοτε και έχει ισχύ αναγκαστικού νόμου του κράτους, αφού απετέλεσε την οριστική ρύθμιση στο γαιοκτητικό ζήτημα της ελεύθερης Ελλάδας, από το πρώην οθωμανικό στο νέο ελληνικό πλέον κράτος.
Το Εκκλησιαστικό Ταμείο διαλύθηκε τελικά το 1841 και τη διαχείριση των περιουσιακών του στοιχείων ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών. Το 1847, ψηφίζεται ειδικός νόμος (ΝΖ) που ρύθμισε την παραχώρηση στις μονές που βρίσκονταν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα τα κτήματά τους στην ελεύθερη Ελλάδα. Διαπιστώνεται όμως ότι στον νόμο δεν γίνεται καμία μνεία των διαδικαστικών λεπτομερειών απόδοσης των κτημάτων. Υπάρχουν μόνο αόριστες αναφορές. Για τις εκτάσεις αυτές ήδη με τα διατάγματα του 1833 και του 1836 είχαν ρυθμιστεί τα ζητήματα ιδιοκτησίας αλλά και επικαρπίας, μάλιστα αδιακρίτως υπηκοότητας για αξιούντες δικαιώματα.
Το 1909 ιδρύεται ο Οργανισμός Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ) προκειμένου να αναλάβει αυτός τη διαχείριση των κτημάτων των διατηρούμενων 153 μονών. Αργότερα, με τον Ν. 4684/1930 τα συγκεκριμένα ακίνητα κηρύχθηκαν είτε «εκποιητέα» είτε «διατηρητέα περιουσία», χωρίς να ληφθούν υπόψη τα προηγούμενα. Υπήρξαν δηλαδή αβλεψίες που και σήμερα ακόμα δημιουργούν τεράστια προβλήματα στη Διοίκηση, σε πολίτες, στη Δικαιοσύνη και στην κτηματογραφική διαδικασία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η πολιτεία σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να έκανε απαλλοτριώσεις στο πλαίσιο της αγροτικής νομοθεσίας στις εκτάσεις αυτές, προκειμένου να αποκατασταθούν ακτήμονες καλλιεργητές ή πρόσφυγες ή κτηνοτρόφοι, όμως από την άλλη πλευρά, και ο ΟΔΕΠ εκποίησε για λογαριασμό του σημαντικό μέρος της, με ενδιάμεσο φορέα συγκέντρωσης των χρημάτων και σύνταξης των σχετικών συμβολαίων την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας.

Το σύνταγμα του 1952

Η λειτουργία αυτή δημιούργησε ένα κλίμα διαρκών αμφισβητήσεων και από τις δύο πλευρές, μέχρι το 1952, που το σύνταγμα εξουσιοδότησε την τότε κυβέρνηση να απαλλοτριώσει γη προς όφελος των άκληρων και κτηνοτρόφων για περίοδο τριών ετών από της θέσεώς του σε ισχύ. Σε εκτέλεση αυτής της μεταβατικής διατάξεως, η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και το Δημόσιο συνήψαν μία συμφωνία η οποία κυρώθηκε από το Δημόσιο με το Διάταγμα 2185/8.10.1952.
Το άρθρο 36 του Διατάγματος αυτού δήλωνε κατ’ ουσίαν ότι το Δημόσιο θα παραιτείτο του λοιπού από τα δικαιώματα που είχε δυνάμει του άρθρου 104 του συντάγματος, αναφορικά με την απαλλοτρίωση ή την αναγκαστική μίσθωση περιουσίας της ελληνικής Εκκλησίας. Με βάση την συμφωνία, οι μονές θα έδιναν με πώληση τα τέσσερα πέμπτα των γεωργικών κτημάτων τους και τα δύο τρίτα των βοσκοτόπων τους και θα ελάμβαναν το ένα τρίτο της αξίας τους. Δεν υλοποιήθηκε στο σύνολό της ούτε αυτή η συνταγματική ρύθμιση.
Έκτοτε ακολούθησαν δύο σημαντικές προτάσεις που έβαλαν στις σχέσεις Εκκλησίας και κράτους την παράμετρο της αξιοποίησης της ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας. Η πρώτη ήταν οι ρυθμίσεις του 1987 και του 1981 με τους νόμους 1700 και 1881, γνωστούς ως νόμους Τρίτση, και η δεύτερη η πρόσφατη συμφωνία.
Οι νόμοι ισχύουν μέχρι σήμερα και βρήκαν εφαρμογή σε ένα σημείο κομβικό και για τη σημερινή συμφωνία: Με μια σύμβαση που υπέγραψαν η Πολιτεία και οι 149 από τις 153 μονές, το σύνολο της εκκλησιαστικής τους περιουσίας, περνούσε στον Οργανισμό Διοικήσεων Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ), η δε Πολιτεία αναλάμβανε την υποχρέωση να παραχωρεί το 1% του προϋπολογισμού του υπουργείου Παιδείας, δηλαδή ήταν η πρώτη φορά που συνδεόταν ουσιαστικά η συγκεκριμένη περιουσία με την οικονομική λειτουργία της Εκκλησίας. Ούτε αυτή η σύμβαση υλοποιήθηκε.

Αξιοσημείωτες συμπτώσεις

Το αξιοσημείωτο είναι ότι η περιουσία που προέβλεπε συμπίπτει με αυτήν που προτείνεται σήμερα να ενταχθεί υποχρεωτικά στο Ταμείο Αξιοποίησης και που, σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση, το 1987, των γεωτεχνικών επιθεωρήσεων της πρώην ΑΤΕ, είναι 367.000 στρ. δάση, 753.000 στρ. βοσκότοποι και 190.000 στρ. αγροτικές εκτάσεις.
Μάλιστα, για την αξιοποίηση της συγκεκριμένης περιουσίας υπήρξε κι άλλη απόπειρα, το 2013, με την οποία συστάθηκε η Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, η οποία εντάσσεται επίσης στο Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας και διοικείται με το σημερινό κατά νόμον καθεστώς.
Η νέα συμφωνία για να μην υπάρξουν περαιτέρω τριβές αποδέχεται το δικαίωμα της αμφισβήτησης της κυριότητας και από τις δύο πλευρές . Όμως, κάποια στιγμή, και μάλιστα ενόψει του Εθνικού Κτηματολογίου θα κληθούν όλες οι μονές, οι παλιές 153, αλλά και οι νέες, να προσκομίσουν τίτλους ή επίσημα έγγραφα, τα οποία πρέπει να θεμελιώνουν αξιώσεις επί των πάσης φύσεως ακινήτων τους.

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Δεν παραδίδουμε το σχολείο στους πατριδοκάπηλους φασίστες

Γιάννης Στέφος βουλευτής Ιωαννίνων του ΣΥΡΙΖΑ
 
"Θα σας αξιολογήσουμε και θα σας στείλουμε στη Μακρόνησο". Έτσι ερμήνευσε ο μαθητής της Α' Λυκείου την υπόσχεση του χρυσαυγίτη Παππά για άνοιγμα της Μακρονήσου και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών που τάζει ο Μητσοτάκης.

 Και τούτες τις μέρες, που το σύρσιμο του φασισμού επιχειρεί να μολύνει τις ψυχές των παιδιών μας, ήρθε στη μνήμη μου το «όνειρο» του παιδιού για τη Μακρόνησο και με στοίχειωσε.
«Έκτακτο. Την επόμενη Πέμπτη 29.11 - Κάλεσμα για πανελλαδική κατάληψη σε όλα τα σχολεία της χώρας με θέμα τα εθνικά θέματα». Μ' αυτό το μήνυμα καλούν τους μαθητές να οργανώσουν καταλήψεις για να υπερασπιστούν τα εθνικά δίκαια που ο άθεος Τσίπρας τα ξεπούλησε.
Με τραγούδι «Η σημαία που αγαπώ έχει ένα λευκό σταυρό και θα την υπηρετώ μέχρι να με βρουν νεκρό» και σύνθημα «Η δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία», ακόμα και αν δεν βρουν την ανταπόκριση που περιμένουν, οι εμπνευστές τέτοιων “πατριωτικών ηρωικών αγώνων” πέτυχαν να μολύνουν την ψυχή κάποιων νέων. Μπορούν όμως να μπολιάσουν τις φασιστικές τους αντιλήψεις με τις αγωνίες και τα αδιέξοδα των νέων που ακόμα σκέφτονται;
Τι κάναμε η Πολιτεία, η κοινωνία, το σχολείο για να προστατέψουμε τα παιδιά μας από τον φασισμό; Τι ιστορία τους διδάσκουμε, τι ευκαιρίες κριτικής προσέγγισης των προβλημάτων δημιουργούμε, τι οράματα για τη ζωή τους τούς αφήνουμε να φτιάξουν;
Σε ένα βοήθημα Μαθηματικών που απευθύνεται σε δασκάλους και εκδόθηκε το 1935 στη Γερμανία διαβάζουμε: «Άσκηση 97: Ένας ψυχοπαθής κοστίζει καθημερινά περίπου τέσσερα μάρκα 16 ράιχ, ένας ανάπηρος πεντέμισι, ένας εγκληματίας 3,50. Σε πολλές περιπτώσεις ένας δημόσιος υπάλληλος κερδίζει καθημερινά μόνο τέσσερα μάρκα, ένας ιδιωτικός μόλις 3,50, ένας ανειδίκευτος εργάτης ούτε δύο για κάθε μέλος της οικογένειάς του. Κατάγραψε αυτούς τους αριθμούς. Σύμφωνα με προσεκτικές εκτιμήσεις ζουν σήμερα σε ιδρύματα στη Γερμανία 300.000 ψυχικά ασθενείς, επιληπτικοί κ.λπ. β) Πόσα δάνεια από 1.000 μάρκα το καθένα θα μπορούσαν να δοθούν σε νέα ζευγάρια χωρίς να ζητηθεί η αποπληρωμή τους κάθε χρόνο από αυτά τα χρήματα;».
Πόσο σίγουροι είμαστε για τις απαντήσεις των μαθητών μας σήμερα; Πόσο πολύ θα διέφεραν από εκείνες τις απαντήσεις που επιζητούσε ο ναζισμός;
Πώς μπορούμε να τους πούμε «αντισταθείτε στον φασισμό με τη γνώση» όταν ακούν ότι “τα πανεπιστήμιά μας βγάζουν τρομοκράτες και αναρχικούς”, ότι “η Κοινωνιολογία είναι επικίνδυνη γιατί βγάζει αριστερούς” ή ότι «ο βασιλεύς Παύλος και η Φρειδερίκη έσωσαν την Ελλαδα από τον συμμοριτοπόλεμο»; “Μαχητές” ονομάζουν την ομάδα τους οι μαθητές που άρχισαν τις καταλήψεις, όπως ακριβώς οι μαχητές από το Survivor. Τι μπορούμε να τους πούμε;
Και όμως, μπορούμε. Οι νέοι μας ή θα σωθούν ή θα μολυνθούν από το δηλητήριο του φιδιού που ετοιμάζεται. Μπορούμε να υπερασπίσουμε τη νεότητα, τα όνειρα, την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, αν η γνώση αντικαταστήσει τον μύθο. Αν σ' ένα σχολικό εγχειρίδιο Ιστορίας που αρχίζει την εξιστόρηση γεγονότων “από το 1815 μέχρι σήμερα” δεν υπάρχουν δυσερμήνευτες στο μυαλό των μαθητών θέσεις όπως: “Η μικρή Ελλάδα της εποχής ήταν ο 'αρραβώνας' του 'περιούσιου λαού' με τον Κύριό του για τη μέλλουσα ολοκλήρωση της απελευθέρωσης όλων των Ελλήνων, σύμφωνα με μεταγενέστερη ευσεβή εθνική ευχή”.
Μπορούμε, αν δεν αντιμετωπίζουμε μέσα στο σχολείο τον φασισμό σαν ιστορικό γεγονός του παρελθόντος χαρίζοντάς του αναφορές όπως: «Οι Γερμανοί, ως καθαρόαιμοι 'Άριοι', κατά το σύγγραμμα του Χίτλερ 'Ο Αγών μου' (Mein Kampf, 1924), όφειλαν να συνενώσουν όλους τους λαούς που μιλούσαν την ίδια γλώσσα και είχαν το ίδιο αίμα και να επεκτείνουν την κυριαρχία τους προς τα ανατολικά, προκειμένου να εξασφαλίσουν τον απαραίτητο για την επιβίωσή τους 'ζωτικό χώρο' (Lebensraum)». Μπορούμε, αν δεν αφιερώνουμε 10 όλες κι όλες γραμμές στο σύνολο 256 σελίδων στην Εθνική Αντίσταση των Ελλήνων ή 20 γραμμές αφήγησης για τη χούντα. Και έχει δίκιο ο Μητσοτάκης που δεν θυμάται τη δολοφονία Λαμπράκη, μιας και καταλαμβάνει μόνο μιάμιση γραμμή στην Ιστορία που απευθύνεται στους δεκαεπτάρηδες.
Αν λοιπόν αποφασίσουμε ότι η Ιστορία δομεί συνειδήσεις, κρίση και σκέψη, πρέπει να ξεφύγουμε από τη δουλεία της αποστήθισης ιστορικών γεγονότων που καταλαμβάνουν απλώς “γραμμές” ιστορικού εγχειριδίου. Για να βιώσουμε την Ιστορία χρειάζεται να τη συνδέσουμε με το παρόν μας, να μάθουμε τι κοινωνίες χτίζουν τα γεγονότα και πώς αυτά σημαδεύουν το σήμερα και τη ζωή μας.
Ίσως έτσι οριοθετήσουν οι ίδιοι οι νέοι μας τον πατριωτισμό, τον ηρωισμό, την ελληνική ψυχή. Ίσως έτσι δεν επιτρέψουν σε κανέναν να καθορίσει το περιεχόμενό τους και ορθώσουν τη γνώση και την κρίση όπλα απέναντι στον φασισμό, τον ρατσισμό και την πατριδοκαπηλία.
Αλλά μέχρι αυτό το “ίσως” να γίνει βεβαιότητα δεν μπορούμε να αφήσουμε μόνα τους τα παιδιά. Πολιτικά κόμματα και εκπαιδευτικοί φορείς πρέπει να καταδικάσουν απερίφραστα τα ακροδεξιά μορφώματα και τις επιδιώξεις τους. Έχουν τους λόγους τους για ένα σχολείο, κλειστό μιας και είναι (σύμφωνα με την τζημερική ρήση) «Δάσκαλοι - σκουπίδια, γιορτές - σκουπίδια, η Παιδεία μια απέραντη χωματερή». Έχουμε τους λόγους μας για ένα σχολείο ανοιχτό και δεν το παραδίδουμε στους πατριδοκάπηλους φασίστες.



Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Αντιφάσεις Εκπαιδευτικών

Του Μιχάλη Πετρόπουλου*

Κάθε προσπάθεια αλλαγής ενός παγιωμένου συστήματος, ακόμα κι αν πανθομολογουμένως έχει ευδιάκριτα τα σημάδια της κόπωσης και της τελμάτωσης, προκαλεί την αντίδραση μερίδας των μελών του ιδίου του συστήματος, τα οποία λόγω αδρανείας δεν είναι διατεθειμένα να «ξεβολευτούν», παρά το ότι κι αυτά διαπιστώνουν την πτωτική εξέλιξη του.
Από τον κανόνα αυτό δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και η πρόταση για το Νέο Λύκειο, όπως αυτή διατυπώθηκε από τον υπουργό Παιδείας Κ. Γαβρόγλου, στις αρχές του Σεπτεμβρίου. Παρά το γεγονός ότι στη συνέντευξη ακούστηκαν σκληρές αλήθειες, όπως σχολίασα σε προηγούμενο άρθρο (βλ. «Οι σκληρές αλήθειες που είπε ο Κ. Γαβρόγλου», «Η Αυγή», 19.9.2018), αρκετοί εκπαιδευτικοί προτίμησαν την εύκολη και γενικόλογη κριτική, ιδίως στο ζήτημα των εξάωρων μαθημάτων στη Γ' Λυκείου, αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις που προκύπτουν στον λόγο και στην πράξη τους.
Ας επισημανθούν εδώ μερικές από αυτές τις αντιφάσεις:
1. Σχεδόν όλοι οι εκπαιδευτικοί, που διδάσκουν στην κρίσιμη Γ' Λυκείου μαθήματα προσανατολισμού, διαμαρτύρονται ότι ο διδακτικός χρόνος δεν επαρκεί, δεν προλαβαίνουν να κάνουν εργαστήρια ή λοιπές δράσεις κ.λπ. Τώρα που οι ώρες διδασκαλίας αυξάνονται, γκρινιάζουν ότι είναι πολλές! Πλέον, υπάρχει η άνεση και η ύλη να διδαχθεί σε όσο βάθος χρειάζεται και εργαστήρια να πραγματοποιηθούν (ένα από τα μόνιμα αιτήματα των καθηγητών φυσικών επιστημών -και θεωρώ ότι πρέπει να ενταχθούν στο προβλεπόμενο εξάωρο) κι ό,τι μπορεί να φανταστεί ο φιλότιμος εκπαιδευτικός, που επιθυμεί να προβάλει με κάθε διαθέσιμο μέσο τη διδακτέα ύλη. Και ουδείς, πλέον, θα μπορεί να επικαλεστεί τα στενά χρονικά περιθώρια ως δικαιολογία για τη δική του αδράνεια.
2. Όλοι οι εκπαιδευτικοί παραδέχονται ότι η Γενική Παιδεία στις δυο τελευταίες τάξεις του Λυκείου έχει ακυρωθεί, λόγω της επικέντρωσης των μαθητών σε συγκεκριμένα μαθήματα, στα οποία θα διαγωνιστούν για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ, και ότι τα μαθήματα γενικής παιδείας απλώς γεμίζουν το ωρολόγιο πρόγραμμα. Τώρα, που καταβάλλεται η προσπάθεια να αξιοποιηθούν οι διαθέσιμες διδακτικές ώρες στο έπακρον, γκρινιάζουμε ότι τα παιδιά μας δεν θα «πάρουν» γενική παιδεία! Οποίος φαρισαϊσμός! Εμείς οι ίδιοι, οι συνυπεύθυνοι της απαξίωσης μαθημάτων (ας μη αυτο-εξαιρούμαστε οι εκπαιδευτικοί των ευθυνών μας), διαμαρτυρόμαστε γιατί θα αλλάξει η κατάσταση!
3. Μεγάλο ποσοστό εκπαιδευτικών διαμαρτύρεται ότι οι εξετάσεις ακυρώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία, ότι αφαιρείται από το μάθημα η ουσία του, ασχολούμενοι, μαθητές τε και εκπαιδευτικοί, με το τι θα είναι ή δεν θα είναι στην εξεταστέα ύλη και λοιπά σχετικά. Τώρα που αφαιρούνται κάποια μαθήματα από τα εξεταζόμενα -όχι τα διδασκόμενα- δριμείες επιθέσεις ότι τα μαθήματα αυτά επί της ουσίας καταργούνται! Ακόμα και αν οι ώρες τους αυξάνονται στο ωρολόγιο πρόγραμμα! Δεν μας ενδιαφέρει αν είναι μονόωρο το μάθημα, αρκεί να εξετάζεται στο τέλος... Άβυσσος...
4. Πλείστοι όσοι εκπαιδευτικοί διαμαρτύρονται ότι οι μαθητές προσέρχονται στα Γυμνάσια χωρίς εφόδια από τα Δημοτικά, στα Λύκεια χωρίς εφόδια από τα Γυμνάσια, στα ΑΕΙ χωρίς εφόδια από τα Λύκεια και πάει λέγοντας. Προσπαθείς να βάλεις μια τάξη στα πράγματα (και δεν αλλάζουν σε μερικούς μήνες τα στραβά δεκαετιών) κι αμέσως επιθέσεις ότι το σχολείο χάνει τον παιδαγωγικό του χαρακτήρα, ότι η εκπαίδευση προτάσσεται της παιδείας (γίνεται παιδεία χωρίς εκπαίδευση, ιδίως στις μεγάλες βαθμίδες;) και λοιπά σχετικά. Ας αποφασίσουμε, θέλουμε ή δεν θέλουμε ομαλή μετάβαση από τις απαιτήσεις της χαμηλότερης κλίμακας σε εκείνες της υψηλότερης ή όχι; Είναι δυνατόν να αποσυνδεθεί μια βαθμίδα από την προηγούμενη ή την επόμενη; Κι αν ναι, πώς;
Θα μπορούσε να συνεχίσει κάποιος και με άλλες αντιφάσεις, αλλά δεν έχει και ιδιαίτερο νόημα. Το ερώτημα είναι απλό και σαφές: αυτό που όλοι δεχόμαστε ότι έχει φθάσει στα όρια της πλήρους απαξίωσης, θέλουμε να το αλλάξουμε, ναι ή όχι; Αν όχι, ας μείνουμε σε αυτά που έχουμε κι ας μη διαμαρτυρόμαστε γιατί βιώνουμε στις αίθουσες την απογοητευτική πραγματικότητα. Αν ναι, ας συζητήσουμε πώς θα τα αλλάξουμε. Με προτάσεις και σκέψεις, εντός της πραγματικότητας. Με στείρα άρνηση δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. Κι εδώ υπάρχει μια πρόταση, βασισμένη στη σχολική -κι όχι μόνο- καθημερινότητα, με τα θετικά της και τα αρνητικά της. Ας την επεξεργαστούμε, εφόσον δεν υπάρχει άλλη.
Είναι δεδομένο ότι τόσο ο υπουργός Παιδείας όσο και οι παράγοντες του υπουργείου δέχονται πιέσεις προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, πριν την τελική κατάθεση της πρότασης για το Νέο Λύκειο, προκειμένου να ικανοποιηθούν απαιτήσεις ομάδων, λογιστικού κατά βάση χαρακτήρα. Όσες πιέσεις έχουν λογική βάση, ας συζητηθούν. Όμως, το υπουργείο Παιδείας οφείλει να προχωρήσει, τολμώντας να διαρρήξει την παγιωμένη πρακτική της μεταφοράς των αποφάσεων στους επόμενους. Η αναβλητικότητα, ως πολιτική επιλογή, μας έφθασε στο μη περαιτέρω. Ας το τολμήσουμε, λοιπόν.

* Ο Μιχάλης Πετρόπουλος είναι φυσικός στη Μέση Εκπαίδευση, MSc, υποψήφιος δρ ΕΑΠ

ΜΟΤΟ
Το υπουργείο Παιδείας οφείλει να προχωρήσει, τολμώντας να διαρρήξει την παγιωμένη πρακτική της μεταφοράς των αποφάσεων στους επόμενους

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018

Οι “αναντικατάστατοι” αυτοδιοικητικοί παράγοντες


Καλαμάτα 8/11/2018
Νίκος Πατσαρίνος

Παρακολούθησα τις τελευταίες συνεντεύξεις των κ.κ. Τατούλη και Νίκα και διαπίστωσα την «ευλυγισία» που διαθέτουν στο να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και τη λογική.
Ο κ. Τατούλης, μετά από δύο θητείες θυμήθηκε σήμερα τα σοβαρά έργα που δεν έγιναν στην Περιφέρεια και ιδιαίτερα στη Μεσσηνία και τα προγραμματίζει τώρα και σε επίπεδο υποσχέσεων!
Δύο έργα που ξεκίνησε (Παράκαμψη Πεταλιδίου, Ρωμανού - Γαργαλιάνοι) χαρακτηρίζονται από αποσπασματικότητα, προκλητικές καθυστερήσεις και σπατάλες. Δεν ασχολήθηκε ποτέ σοβαρά με την «Ολυμπία Οδό» και τώρα πάει να καρπωθεί τον προγραμματισμό του Υπουργείου. Για τις επιβαρύνσεις εδώ και χρόνια των πυρηνελαιουργείων δηλώνει ότι «φταίνε οι άλλοι», όταν ο ίδιος απέρριψε πέρυσι ακόμη και εισήγηση της δικής του υπηρεσίας για την αντιμετώπιση του θέματος!
Είναι τόσο «προγραμματισμένος» και «ορθολογικός» που χρειάστηκε να θυμηθεί τη συμβολή του στην κατασκευή του Μεγάρου Χορού Καλαμάτας και την ανάγκη να υπάρχει και 2ο αεροδρόμιο στην Περιφέρεια, στην Τρίπολη, σε απόσταση 90 χλμ (!) από αυτό της Καλαμάτας.
Επικαλέστηκε την εμπιστοσύνη των πολιτών και την ανάγκη ύπαρξης διαφορετικών απόψεων, όταν ο ίδιος δεν εμπιστεύεται την παρουσία της αντιπολίτευσης στη λειτουργία της εταιρείας «Πελοπόννησος Α.Ε.» ενώ προσβάλλει και βρίζει όποιον τολμά – είτε δικό του είτε από την αντιπολίτευση –  να έχει διαφορετική γνώμη στο Περιφερειακό Συμβούλιο.
Ζητά περισσότερη αποκέντρωση και περιφερειοποίηση αρμοδιοτήτων από την πολιτεία όταν σε επίπεδο Περιφέρειας όλα ελέγχονται και γίνονται αυστηρά και προκλητικά από τον ίδιο!
Αφού του «έκλεισαν την πόρτα» όλα τα κόμματα, αντί να απολογηθεί γι’ αυτό, «το γύρισε» στο «ανεξάρτητος» και επιτίθεται στα κόμματα. Ίδια τακτική και στρατηγική ακολούθησε με την εξεύρεση «κοριού» στο γραφείο της Αντιπεριφερειάρχη Μεσσηνίας επί θητείας του και αντί να μας εξηγήσει πώς συνέβη αυτό, πάλι είπε ότι «φταίνε οι άλλοι».
Ο κ. Νίκας αντίστοιχα, παιδί του συστήματος και συγκεντρωτικός ως ο παραπάνω, τώρα κατεβάζει τους τόνους, θέλει συνεργασία με όλους τους αυτοδιοικητικούς και δηλώνει ότι σέβεται τους θεσμούς. Τόλμησε, όμως, λαϊκίζοντας και γνωρίζοντας ότι παρανομεί, να εντάξει στον στρατηγικό του στόχο για υποψηφιότητα στην Περιφέρεια, την πολιτική και προσωπική μου δίωξη ως εργαζόμενου στο Δήμο Καλαμάτας, αν και διατελώ επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο Περιφερειακό Συμβούλιο.
Συνεχίζει να επιμένει στην πρότασή του για την παραλιακή χάραξη του δρόμου Καλαμάτα - Ριζόμυλος αν και ξέρει ότι είναι θεσμικά και οικονομικά ανεφάρμοστη.
Στην υπόθεση της διαχείρισης των απορριμμάτων είναι και οι δύο εκφραστές του αμαρτωλού παρελθόντος που χαρακτηρίζεται από ιδιοτέλεια, αδιαφάνεια, παρατυπίες, ανικανότητα και αναποτελεσματικότητα. Αντί να ακολουθήσουν τον σύγχρονο επιστημονικό και επιτυχημένο δρόμο της διαλογής στην πηγή, της ανακύκλωσης, της κομποστοποίησης και της ελαχιστοποίησης των υπολειμμάτων, επέλεξαν τη ΣΔΙΤ με τις ελάχιστες εγγυημένες ποσότητες και τη διαχείριση συμμίκτων για τις επόμενες δεκαετίες! Με όλα όσα έκαναν εκτέθηκαν, με αποτέλεσμα να αλληλοκατηγορούνται είτε σήμερα είτε στο παρελθόν. Όλα αυτά εντάσσονται στην ανικανότητά τους να δουν απευθείας, τολμηρά και σοβαρά το πρόβλημα. Επέλεξαν τις χυδαίες αντιπεριβαλλοντικές, αντικοινωνικές, αντιοικονομικές και  στατικές λύσεις. Θυμίζω τη μη αξιοποίηση του εργοστασίου λιπασματοποίησης στο Δήμο Καλαμάτας (ξεκίνησε ως πρότυπο στην εποχή του) και την ουσιαστική αδιαφορία τους έως και εχθρότητα για τα θέματα της ανακύκλωσης και διαλογής στην πηγή. Επιπλέον, τα περιβαλλοντικά πρόστιμα, η αποκατάσταση των ΧΑΔΑ, αλλά και οι χρηματοδοτήσεις έργων κινήθηκαν υπό τη σκιά της ΣΔΙΤ και με τη σιωπηρή συμφωνία και ανοχή τους.
Οφείλουν όσοι θα συμμετάσχουν στα νέα συλλογικά όργανα της αυτοδιοίκησης, με τα νέα θεσμικά δεδομένα (απλή αναλογική κ.ά.) να αφήσουν τον παλιό κακό εαυτό τους, να κοιταχτούν στον καθρέφτη και να κάνουν την υπέρβασή τους. Θα χρειαστεί πραγματική και αληθινή σύνθεση, αποδοχή και σεβασμός της άλλης άποψης, ωριμότητα, γνώση και αρκετή συλλογική δουλειά. Οι δήθεν, οι ξερόλες και οι «αναντικατάστατοι» κινδυνεύουν να εκτεθούν και να περιθωριοποιηθούν. Από τις εντυπώσεις με τα κάθε είδους επικοινωνιακά τρικ, τις υποκρισίες και τα ψέματα πρέπει να πάμε στην ουσία και την επίλυση των θεμάτων.