Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

Νεοφιλελευθερισμός και ισχυρά συμφέροντα οι σταθερές της κυβέρνησης

 Γιάννης Δραγασάκης βουλευτής Δυτικού Τομέα της Αθήνας

Πλέον δεν υπάρχει χώρος για αυταπάτες ως προς τις κατευθύνσεις της πολιτικής Μητσοτάκη - Ενώ εμείς παραλάβαμε από την κυβέρνηση του κ. Σαμαρά μια χώρα σε τέλμα και αδιέξοδο, η ανάκαμψη της οικονομίας που πετύχαμε και τα αποθέματα που δημιουργήσαμε αναδεικνύουν σημαντικές δυνατότητες και επιτέλους υπάρχει κάτι να «μοιραστεί»

Από την κυβερνητική αλλαγή έως σήμερα η Ν.Δ. κυβερνούσε κατά βάση με τον προϋπολογισμό που είχε ετοιμάσει η προηγούμενη κυβέρνηση. Ο προϋπολογισμός λοιπόν του 2020 έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι αποτελεί τον πρώτο προϋπολογισμό που καταρτίστηκε από τη νέα κυβέρνηση και αποτυπώνει πλήρως την πολιτική της.
Μετά και την ψήφιση λοιπόν του Προϋπολογισμού, δεν υπάρχει χώρος για αυταπάτες ως προς τις κατευθύνσεις της κυβερνητικής πολιτικής. Βεβαίως, η κυβέρνηση της Ν.Δ. είναι κατά κάποιον τρόπο τυχερή, διότι για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες μια κυβέρνηση παραλαμβάνει από την προηγούμενη όχι καμένη γη και άδεια ταμεία, αλλά πλεονάσματα και ισχυρά αποθέματα για θωράκιση έναντι εξωγενών κινδύνων.
Όμως δεν είναι μόνο τα αποθέματα αλλά και η ανοδική τάση, η δυναμική της οικονομίας. Όπως έδειξαν και τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το δεύτερο τρίμηνο του 2019 η οικονομία αυξανόταν με ρυθμό 2,8%, σε επίπεδο δηλαδή ίσο με τον στόχο του Προϋπολογισμού για το 2020. Η επίδοση αυτή όχι μόνο εκθέτει με ηχηρό τρόπο την καταστροφολογία της Ν.Δ. όταν ήταν αντιπολίτευση, αλλά δημιουργεί και ένα προηγούμενο με το οποίο η κυβέρνηση καλείται να αναμετρηθεί κι αν όχι να το ξεπεράσει, τουλάχιστον να το φτάσει το 2020.
Έτσι ενώ εμείς παραλάβαμε από την κυβέρνηση του κ. Σαμαρά μια χώρα σε τέλμα και αδιέξοδο, η ανάκαμψη της οικονομίας που πετύχαμε και τα αποθέματα που δημιουργήσαμε αναδεικνύουν σημαντικές δυνατότητες και επιτέλους υπάρχει κάτι να «μοιραστεί».

Μια βασική αντίφαση

Και αυτή είναι μια βασική αντίφαση του Προϋπολογισμού του 2020 αλλά και συνολικά της κυβερνητικής πολιτικής από εδώ και πέρα. Ενώ υπάρχουν σήμερα μεγαλύτερες δυνατότητες, η κυβέρνηση αυτή περικόπτει αντί να διευρύνει όσα εμείς κάναμε υπέρ των αδυνάτων. Και το ερώτημα είναι εύλογο. Αφού η οικονομία πάει καλύτερα, γιατί δεν κάνουν πιο γενναίες και δίκαιες φοροελαφρύνσεις και γιατί δεν αυξάνουν τις δαπάνες για Παιδεία, Υγεία και κοινωνικό κράτος; Γιατί, αντίθετα, μειώνουν τις δαπάνες για την πρόνοια κατά 400 εκατ. μετά από τεσσεράμισι χρόνια συνεχούς αύξησης; Γιατί καταργούν τη 13η σύνταξη; Γιατί κόβουν προγράμματα απασχόλησης νέων επιστημόνων;
Η απάντηση προφανώς βρίσκεται στις νεοφιλελεύθερες συντεταγμένες της πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης, στις δεσμεύσεις της στα ισχυρά συμφέροντα που τη στηρίζουν, σε λάθη που απορρέουν από αυτά.

Άνιση και άδικη ανακατανομή των φορολογικών βαρών

Το πρώτο λάθος της κυβέρνησης είναι ότι δεν προχώρησε σε μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, όπως εμείς είχαμε σχεδιάσει και ανακοινώσει να κάνουμε από το 2020. Ο κ. Μητσοτάκης είχε δύο επιλογές. Η πρώτη ήταν να υιοθετήσει τον σχεδιασμό της προηγουμένης κυβέρνησης και να αξιοποιήσει ένα μέρος των αποθεμάτων που είχαμε δημιουργήσει. Το πρωτογενές πλεόνασμα θα έμενε τυπικά στο 3,5%, αλλά στην πράξη η μία μονάδα θα επέστρεφε στους πολίτες και θα καλυπτόταν από το απόθεμα. Έτσι θα υπήρχε ευρύτερος δημοσιονομικός χώρος να αξιοποιηθεί για φορολογικές ελαφρύνσεις και ενίσχυση των κοινωνικών και αναπτυξιακών αναγκών.
Ο κ. Μητσοτάκης είχε και μια δεύτερη δυνατότητα: να ζητήσει τη μείωση των πλεονασμάτων κατά μία μονάδα λόγω αλλαγής των αντικειμενικών συνθηκών. Τα πλεονάσματα χρειάζονται για να πληρώνονται οι τόκοι του δημόσιου χρέους, όμως η αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού διεθνώς απαιτεί λιγότερους πόρους για την πληρωμή των τόκων για το δημόσιο χρέος, οπότε δεν είναι αναγκαίο πλέον το 3,5%. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, οι δαπάνες για τόκους ανέρχονται σε 5.180 δισ. Ευρώ, ενώ το πλεόνασμα σε 7,5 δισ. ευρώ. Άρα το πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορούσε να είναι 2,5% αντί για 3,5%. Δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν έθεσε καν το θέμα αυτό.
Επειδή ο κ. Μητσοτάκης δεν μείωσε τον στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα είτε με τον έναν τρόπο είτε με τον άλλο, οι περιβόητες φοροελαφρύνσεις, που τόσες φορές εξήγγειλε προεκλογικά, έμειναν αόρατες για τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού. Το συνολικό φορολογικό βάρος δεν μειώνεται, αλλά αυξάνει και αναδιανέμεται. Ιδού οι αριθμοί από τον προϋπολογισμό: το 2019 το σύνολο των φορολογικών εσόδων του κράτους ήταν 51 δισ. και 392 εκατομμύρια ευρώ. Πόσα προβλέπονται για το 2020; 52 δισ. και 165 εκατ. ευρώ. Δηλαδή προβλέπεται αύξηση του φορολογικού βάρους κατά 773 εκατομμύρια ευρώ. Πού είναι λοιπόν η φορολογική ελάφρυνση σε συνολικούς όρους;
Το δεύτερο λάθος είναι χειρότερο από το πρώτο και αφορά τον άνισο και άδικο τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση μοίρασε τις περιορισμένες φοροελαφρύνσεις ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και ομάδες του πληθυσμού.
Πάνω από το μισό ποσό των φοροελαφρύνσεων, συνολικού ύψους 1,2 δισ. ευρώ, κατευθύνθηκε στη μείωση της φορολογίας στα κέρδη και τα μεγάλα εισοδήματα. Τι να μείνει για την υπόλοιπη κοινωνία;
Κι εδώ αναδεικνύεται ένα πρόβλημα προτεραιοτήτων. Πραγματικά η μέγιστη προτεραιότητα για την κυβέρνηση ήταν, αυτή την ώρα, η περαιτέρω μείωση κατά 50% της φορολογίας στα μερίσματα; Όταν δεν μειώνεται ούτε κατά 1% η φορολογία κοινωνικών ομάδων με μεγάλα προβλήματα;

Χωρίς σχέδιο και στρατηγική

Το τρίτο λάθος είναι η αυταπάτη ότι η μείωση της φορολογίας θα προσελκύσει επενδύσεις από το εξωτερικό. Αν ήταν έτσι, οι επενδύσεις θα κάλπαζαν στις γειτονικές μας χώρες, που έχουν πολύ χαμηλούς συντελεστές. Όμως το πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο. Άλλωστε, μόλις δόθηκαν φορολογικές ελαφρύνσεις στα κέρδη, ο ίδιος ο ΣΕΒ είπε, ότι, για να αυξηθούν οι επενδύσεις, πρέπει να υπάρξουν ακόμη μεγαλύτερες φοροελαφρύνσεις, ενώ επανέλαβε τα περί ανάγκης μείωσης του εργατικού κόστους...
Όμως, όπως έγραψε πρόσφατα ένα ειδικός για το θέμα αυτό στην εφημερίδα “Καθημερινή”, «κανένα fund και καμία πολυεθνική με τα οποία συνεργάστηκα δεν αξιολόγησε μια πιθανή επένδυση στην Ελλάδα (ή άλλη χώρα) με κύριο γνώμονα τον ονομαστικό φορολογικό συντελεστή».
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με ευρήματα εμπειρικών εργασιών που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, η δραστική μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις -από περίπου 36% στα μέσα της δεκαετίας 1990 σε επίπεδα κάτω του 24% σήμερα κατά μέσο όρο- στην Ε.Ε. δεν φαίνεται να τροφοδότησε τους αναμενόμενους και σε διατηρήσιμη βάση υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Η ίδια διαπίστωση φαίνεται επίσης να ισχύει και στην περίπτωση της Ελλάδας. Η μείωση της εταιρικής φορολογίας από το 32% το 2005 στο 20% το 2012 συνέπεσε με μια περίοδο μη διατηρήσιμης οικονομικής μεγέθυνσης και διόγκωσης των «δίδυμων ελλειμμάτων» με αποτέλεσμα την οικονομική κατάρρευση.
Αντίθετα, με τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης, η επίδραση του φορολογικού συστήματος στην οικονομία δεν εξαρτάται μόνο από τους φορολογικούς συντελεστές, αλλά και από ολόκληρο το πλέγμα διατάξεων και διαδικασιών που συνεπάγεται η φορολογική νομοθεσία, από τη λειτουργία της φορολογικής διοίκησης, το σύστημα επίλυσης διαφορών, τη φοροδιαφυγή κ.ά. Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι το σύνολο των χωρών που προχώρησαν σε φορολογικές μεταρρυθμίσεις (σταδιακές ελαφρύνσεις) υλοποίησαν παράλληλα συμπληρωματικά υποστηρικτικά μέτρα που αφορούν το επιχειρηματικό περιβάλλον αντιμετωπίζοντας τις δομικές αδυναμίες.
Το τέταρτο λάθος είναι η προσδοκία της κυβέρνησης ότι η μείωση της φορολογίας φυσικών προσώπων θα αυξήσει την ιδιωτική κατανάλωση και θα οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ. Στο πλαίσιο της φορολογικής πολιτικής της κυβέρνησης χαμηλά και μεσαία εισοδήματα που παρουσιάζουν την υψηλότερη οριακή ροπή προς κατανάλωση αναμένεται να έχουν τα μικρότερα, έως αμελητέα, οφέλη από την εφαρμογή των νέων φορολογικών συντελεστών.
Το πέμπτο λάθος είναι η εγκατάλειψη της ολιστικής Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής που είχε αρχίσει να υλοποιεί η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, το κενό αναπτυξιακής στρατηγικής που έχει η νέα κυβέρνηση καλύπτεται από αποσπασματικά μέτρα, πελατειακές ρυθμίσεις και λογικές του παρελθόντος. Σε μια εποχή τεχνολογικού άλματος και κλιματικής αλλαγής, η πολιτική της κυβέρνησης βρίσκεται σε πλήρη απόκλιση από τις αρχές της βιωσιμότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αναζητεί τις απαντήσεις στη φθηνή εργασία και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και όχι στην αξιοποίηση της γνώσης και στις δυνατότητες για παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ενώ η οικονομία έχει τις δυνατότητες να κινηθεί ανοδικά, η πολιτική της κυβέρνησης δημιουργεί αβεβαιότητες και σοβαρούς κίνδυνους. Έτσι, η όποια ανάκαμψη, αν σημειωθεί, δεν θα είναι διατηρήσιμη, θα είναι άνιση και ευάλωτη σε διεθνείς αναταράξεις.


Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Ο ασύμμετρος δικομματισμός και εμείς


Πάνος Κορφιάτης πρώην ειδικός γραμματέας ΣΕΠΕ 

 Για να προχωρήσουμε, λοιπόν, ας αρχίσουμε από τα βασικά, από την αντίφαση ανάμεσα στην ανάγκη να αλλάξουμε τα πράγματα και στη δυνατότητα μας να το κάνουμε, και ας προσπαθήσουμε να αναμετρηθούμε με αυτή την αντίφαση. Είναι ζήτημα όχι ιστορικής νομοτέλειας, αλλά επιλογής. Με μια υποσημείωση όμως. Τις αντιφάσεις σου και τα ελλείμματα σου επιλέγεις αν θα τα συζητήσεις και αν θα τα παλέψεις, δεν επιλέγεις όμως αν θα τα πληρώσεις.


Είναι κοινώς αποδεκτό πως μετά τις εκλογές του Ιουλίου όλο και πιο συχνά ακούμε για την επιστροφή ενός «νέου δικομματισμού ή διπολισμού». Όπως είναι φυσικό, ο πειρασμός να εντοπιστούν ομοιότητες και να επανέλθουν ερμηνευτικά σχήματα από την χρυσή περίοδο του ελληνικού δικομματισμού, συνειδητά ή ασυνείδητα, είναι διαδεδομένος.
Όμως, ανάμεσα στο τότε και το τώρα υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Τότε ο δικομματισμός βασίστηκε σε δύο συμμετρικές δυνάμεις, που ορίζονταν από ένα κοινό πλαίσιο διακυβέρνησης. Μετά από σχεδόν μια δεκαετία κρίσης κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Το μνημόνιο έσπασε τον άξονα συμμετρίας και έδειξε ότι μια νέου τύπου διακυβέρνηση, ακραία νεοφιλελεύθερη και εντελώς πειθήνια στην εγχωρία ελίτ, είναι εφικτή. Η ταύτιση του συνόλου σχεδόν των οικονομικά ισχυρών με τη Νέα Δημοκρατία δείχνει ότι γίνεται και αλλιώς. Ο δικομματισμός λοιπόν είναι ασύμμετρος, τουλάχιστον προς το παρόν.
Η άλλη αιτία αυτής της ασυμμετρίας είναι το γεγονός ότι η ραγδαία ανισοκατανομή πλούτου και εξουσίας έκανε -και κάνει- εξαιρετικά δύσκολη την ενσωμάτωση των «χαμένων» με τους όρους του παρελθόντος. Αυτό, όχι συμπτωματικά, εξηγεί και κάτι ακόμα. Το ότι, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ νίκησε γιατί συνδέθηκε με την προσδοκία μιας διαφορετικής Ελλάδας, έτσι και έχασε, γιατί δεν μπόρεσε να πραγματώσει την αλλαγή στο βαθμό που το είχε ανάγκη η κοινωνία και ο ίδιος.
Επομένως, για να προχωρήσουμε πρέπει να προσδιορίσουμε το βασικό ερώτημα: το πώς μπορούμε σήμερα να αλλάξουμε πραγματικά την κατάσταση. Το εγχειρίδιο του δικομματισμού του 2000 έχει αναμφισβήτητα παράξει πολλούς ειδικούς, αλλά καμία απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα.
Τέσσερις αναγκαίες παραδοχές
Αντίθετα, στοιχεία μιας τέτοιας απάντησης μπορούν να βρεθούν μέσα από μια κριτική αποτίμηση της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια. Ένας οργανισμός μπορεί να προχωρά και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, όταν είναι σε θέση να μαθαίνει.
Πρώτον, καθοριστικός παράγοντας και στην νίκη και στην ήττα είναι το ποιος έχει την πρωτοβουλία. Αν και κυβέρνηση, χάσαμε την πρωτοβουλία, γιατί δεν καταφέραμε να κάνουμε πολιτική με βάση την κοινωνία και όχι ακολουθώντας τη διαχωριστική γραμμή που ήθελε να βάλει η αντιπολίτευση. Ασφαλώς δεν ήταν εύκολη υπόθεση σε συνθήκες επικοινωνιακής υπεροπλίας του αντιπάλου.
 Αυτό όμως που έχει σημασία τώρα είναι να ξαναμιλήσουμε πολιτικά για το ποια κοινωνία θέλουμε και να βρούμε το ένα από τα δύο συγκριτικά πλεονεκτήματα της Αριστεράς στην πολιτική: την ικανότητα της να χτίζει ατζέντα και πολιτική με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας.
Δεύτερον, το άλλο συγκριτικό πλεονέκτημα της Αριστεράς είναι η ικανότητα να μαθαίνει μέσα από την πολιτική και κοινωνική σύγκρουση. Κινούμαστε παράλληλα και στο επίπεδο της θεωρίας και της πράξης, ελάχιστη προσπάθεια κάνουμε όμως για να συνδέσουμε αυτά τα δύο. Για παράδειγμα, είναι εξαιρετικά χρήσιμο να διοργανωθεί ένα συνέδριο για τη διακυβέρνηση και την Αριστερά. Έπειτα, δεν έχουν γίνει αρκετά για να αποτιμηθεί συλλογικά η κυβερνητική εμπειρία, το τι λειτούργησε και τι όχι και γιατί. Η αδυναμία να μετατραπεί η συσσωρευμένη εμπειρία σε γνώση στερεί τη δυνατότητα να κάνεις πολιτική με ξεκάθαρο κριτήριο.
Τρίτον, κυριαρχεί σαν προτεραιότητα η ανάγκη για μαζικοποίηση και οικοδόμηση ενός συγχρόνου κόμματος. Ωστόσο, μια τέτοια συζήτηση γίνεται με στρεβλούς όρους, όταν δεν ξεκινά από το ότι δρούμε σε συνθήκες που η κομματική ένταξη είναι σε κάμψη. Η κάμψη αυτή οφείλεται στο ότι εκλείπουν σήμερα οι δυο βασικοί λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι οργανώνονται: η συμμετοχή σε μια πολιτική διαδικασία που μπορούν να επηρεάσουν και τα αποτελέσματα που φέρνει η συμμετοχή αυτή στην πορεία της κοινωνίας. Το να επιχειρηθεί οργανωτική ανασυγκρότηση που δεν έχει κεντρικά αυτά τα ζητήματα θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα με την προσπάθεια να κάνεις ομελέτα χωρίς να σπάσεις αυγά.
Τέταρτον, αυτό όμως που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι η μεθοδολογία, ο τρόπος μέσα από τον οποίο παράγεται πολιτική. Όταν λέμε ότι η πολιτική μας έχει στο επίκεντρο την κοινωνία, σημαίνει και ότι μπορεί -όπως το έχει κάνει- να μετατρέπει τη συλλογική εμπειρία των εργαζομένων σε πολιτική ισχύ. Μια τέτοια διαδικασία, για να προχωρήσει, δυναμώνει αυτούς στους οποίους αναφέρεται και έχει σαν έγνοια το πώς η πολιτική μπορεί να γίνει λαϊκή υπόθεση. Χωρίς συνέχεια και συνέπεια σε αυτή την κατεύθυνση, ένας πολιτικός φορέας μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο μαζικός, αλλά δεν μπορεί να είναι κοινωνικά χρήσιμος.
Το βασικό ερώτημα: Η στρατηγική
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την «ατυχία» από την αρχή της διαδρομής του να είναι το πρώτο αριστερό κόμμα που διεκδίκησε να γίνει και έγινε κυβέρνηση στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. Στο εγχείρημα του αυτό ήρθε αντιμέτωπος με όλες τις δυσκολίες που μπορεί να συναντήσει η Αριστερά στην κυβέρνηση και μάλιστα με ένα ιδεολογικό και θεωρητικό οπλοστάσιο σε μεγάλο βαθμό φθαρμένο. Κέρδισε και έχασε μάχες, ωστόσο η πυκνότητα και η ένταση της προηγουμένης δεκαετίας δεν του επέτρεψε να συζητήσει οργανωμένα τη στρατηγική του.
Με αυτό το δεδομένο μπορούμε να βάλουμε στην πραγματική της διάσταση τη συζήτηση για τη διεύρυνση. Το κυρίαρχο δεν είναι με ποιον συμμαχείς, αλλά γιατί και σε ποια κατεύθυνση. Με άλλα λόγια, ποια στρατηγική εξυπηρετείς. Είναι αυτονόητο στην πολιτική να προσπαθείς να καταλάβεις όλο τον χώρο που βρίσκεις ελεύθερο. Αυτό που δεν είναι αυτονόητο είναι το ποιος θα ηγεμονεύσει σε αυτή τη διαδικασία. Για αυτό είναι υπαρκτό το ερώτημα αν στο τέλος αυτής της διαδικασίας θα βρεθούμε με περισσότερες απαντήσεις για το μέλλον ή με επιστροφή στο παρελθόν.
 Γνωρίζουμε άλλωστε από παλιά ότι ο κίνδυνος της ενσωμάτωσης δεν βρίσκεται στις προθέσεις, αλλά στην αδυναμία να δώσεις απαντήσεις με όρους Αριστεράς. Στην πολιτική το κενό στρατηγικής δεν σημαίνει απουσία της, αλλά ότι κάνεις πολιτική κάτω από την κυριαρχία της στρατηγικής του αντιπάλου. Αν μπορούσαμε να βάλουμε απλά μια διαχωριστική γραμμή με τη Νέα Δημοκρατία και να οριοθετήσουμε την πρόοδο από τη συντήρηση, χωρίς η ίδια η ζωή να μας βάζει κάθε μέρα την απαίτηση να γεμίσουμε με περιεχόμενο αυτούς τους όρους, τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο εύκολα.
Αν στρατηγική είναι το πως αντιστοιχούμε τους στόχους με τα μέσα που έχουμε, πρέπει να έχουμε πρώτα από όλα καθαρό το που θέλουμε να πάμε: σε ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό υπόδειγμα για την χώρα. Το οποίο όμως για να γίνει πράξη έχει προαπαιτούμενα. Χρειάζεται να προσδιορίσουμε τα όρια μιας τέτοιας προσπάθειας και τις συγκρούσεις που συνεπάγεται για να τα μετατοπίσουμε. Απαιτείται να ξαναδώσουμε τη μάχη στο ιδεολογικό επίπεδο, ειδικά σήμερα που ο αντίπαλος έχει δείξει μια εξαιρετική ικανότητα να μετατοπίζει την κοινωνία όχι μέσα από διακηρύξεις, αλλά από τον τρόπο που τη συνδέει με την καθημερινότητα
Είναι κρίσιμο να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούμε να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να έχουμε ανάλυση για το ποια είναι η ελληνική κοινωνία το 2019 και πόσο διαφορετική την έκανε η κρίση. Επιβάλλεται όμως να αναβαθμίσουμε το πως λειτουργούμε σαν πολιτικός οργανισμός. Έλεγχος, σχεδιασμός, απολογισμός, είναι λέξεις οι οποίες ακόμα μένει να αποκτήσουν νόημα στο λεξιλόγιο του ΣΥΡΙΖΑ.
Τέλος, για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για στρατηγική συγκεκριμένα, πρέπει να κάνουμε κάτι που δεν έχει γίνει ακόμα σε επαρκή βαθμό από καμία πολιτική δύναμη: να καταλάβουμε τι συνέβη το καλοκαίρι του 2015. Το κυρίαρχο συμπέρασμα είναι ότι, όταν βρεθείς στη θέση να περάσεις σαν πολιτική δύναμη από τις διακηρύξεις στην πράξη, θα βρεθείς σε θέση αδυναμίας, αν δεν έχεις οικοδομήσει τις προϋποθέσεις που συνεπάγονται τα καθήκοντα που βάζεις στον εαυτό σου. Οι οποίες δεν φτιάχνονται σε μια μέρα. Το να βρίσκεσαι στην αντιπολίτευση έχει πολλές απαιτήσεις. Μια από τις πιο βασικές είναι να κάνεις όσα ο πολιτικός χρόνος σου απαγορεύει, όταν είσαι κυβέρνηση.
Σαν κοινωνία αφήνουμε εξαιρετικά καθυστερημένα πίσω μας την οικονομική κρίση, αλλά όχι τις αίτιες που τη γέννησαν. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε εκδοχή της κανονικότητας, πολιτική ή κοινωνική, θα είναι ιδιαίτερα επισφαλής. Η αδυναμία των κλασικών συνταγών να δώσουν λύσεις για την πλειοψηφία της κοινωνίας, είτε στη νεοφιλελεύθερη είτε στην κεντροαριστερή εκδοχή τους, δεν λαμβάνει χώρα σε ένα πολιτικό σύστημα μηδενικού αθροίσματος.
 Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος δεν μετακινείται μόνο από τον ένα πόλο του πολιτικού συστήματος στον άλλο, υπάρχει και η επιλογή του κενού. Μια ρητή ή άρρητη στρατηγική που μένει στην αποδόμηση του αντιπάλου, χωρίς να βάζει την εναλλακτική προοπτική με όρους αξιοπιστίας, διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει το βασικό εργαλείο για να αντιμετωπίσει αυτή την τάση
Το πόσο έξυπνα χρησιμοποίησε η Νέα Δημοκρατία την πόλωση είναι ένα πολύ χρήσιμο παράδειγμα. Και γιατί οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια πιο στενή απεύθυνση, κάνοντας τον να απαντά κυρίως στη ρητορική της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης και να βάζει σε δεύτερη μοίρα την εξήγηση του πολιτικού του σχεδίου στην κοινωνία.
Για να προχωρήσουμε, λοιπόν, ας αρχίσουμε από τα βασικά, από την αντίφαση ανάμεσα στην ανάγκη να αλλάξουμε τα πράγματα και στη δυνατότητα μας να το κάνουμε, και ας προσπαθήσουμε να αναμετρηθούμε με αυτή την αντίφαση. Είναι ζήτημα όχι ιστορικής νομοτέλειας, αλλά επιλογής. Με μια υποσημείωση όμως. Τις αντιφάσεις σου και τα ελλείμματα σου επιλέγεις αν θα τα συζητήσεις και αν θα τα παλέψεις, δεν επιλέγεις όμως αν θα τα πληρώσεις.

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Ανοιγμα-δυνατός ιμάντας σύνδεσης με την κοινωνία

Αν δεν έχεις «μπετοναρισμένη» την οργάνωση και δεν εξασφαλίσεις την καθαρότητα και την ενιαία πολιτική σου πρόταση, δεν μπορείς να επανέλθεις στην κυβέρνηση για να υπηρετήσεις τα λαϊκά συμφέροντα
Του Γιώργου Κακαφίκα*

Τα κόμματα ιστορικά εκφράζανε τα συμφέροντα συγκεκριμένων τάξεων ή στρωμάτων. Στην πορεία, όσα παρέκκλιναν από την αρχική θέση (ΠΑΣΟΚ) εξαϋλώθηκαν. Άλλα, που στάθηκαν συνεπή στα συμφέροντα της αστικής τάξης που υπηρετούσαν (Ν.Δ.), επανάκαμψαν. Και άλλα, που διεύρυναν την επιρροή τους σε άλλα στρώματα (ΣΥΡΙΖΑ), ενισχύθηκαν. Αυτή τη διαστρωματική διεύρυνση ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να την αξιοποιήσει και οργανωτικά. Είτε υποτίμησε την οργανωτική ενδυνάμωση είτε επαναπαύθηκε στην «καθαρότητα» και στις δάφνες των παλιών δομών. Θυμίζει μια παλιά παράφραση κόμματος της Αριστεράς «λίγοι και καλοί». Έτσι, σε όλη την κυβερνητική θητεία οι οργανώσεις έμειναν κλειστές, άτονες, χωρίς πρωτοβουλίες. Προβληματικές στη λειτουργία τους, σιγά - σιγά κατέληξαν σε «κλειστά κλαμπ», «λέσχες παρεών»...
Δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις, να αφουγκραστούν τον παλμό της κοινωνίας. Τις αντιδράσεις της, τη δυσφορία της για κάποια μέτρα. Δεν μπόρεσαν να γίνουν οι ιμάντες της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ προς την κοινωνία. Να εξηγήσουν, να αναλύσουν, να διαμορφώσουν μια άλλη αντίληψη από αυτή που προσπαθούσε να περάσει το κατεστημένο με αιχμή του δόρατος το μιντιακό σύστημα. Δεν ήταν ποσοτικό ή αριθμητικό ότι δυστυχώς έμειναν στη «σιγουριά» του 3%.
Φάνηκε το χάσμα από την αρχή ανάμεσα στην κορυφή και στα μεσαία στελέχη και τη βάση. Η ηγεσία πάλευε με τα θηρία, προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να βγάλει τη χώρα στο ξέφωτο και οι οργανώσεις «πετούσαν αετό».
Τι πιο τρανταχτή απόδειξη: η πανωλεθρία των εκλογών στην Τοπική Αυτοδιοίκηση (Τ.Α.), η παντελής απουσία στο σύνολο σχεδόν των μαζικών φορέων (συνδικάτα, επιμελητήρια, αγροτικοί σύλλογοι κ.λπ.).
- Ποιος έχει την ευθύνη γι’ αυτό;
- Λογοδότησε κανείς γι’ αυτήν την ανυπαρξία στο μαζικό κίνημα; Πως θα περάσεις μια αριστερή πολιτική χωρίς να σε στηρίζει το μαζικό κίνημα στις συγκρούσεις σου με τα διάφορα κατεστημένα;
- Έγινε κάποια συζήτηση, κάποια ανάλυση, κάποια εκτίμηση;
- Είναι σε γνώση των κεντρικών οργάνων ότι στελέχη πρώτης γραμμής (Κ.Ε., Ν.Ε.) δεν στήριζαν αποφάσεις των οργανώσεων για τις εκλογές στην Τ.Α.;
- Πώς μπορεί να εξηγηθεί στις δημοτικές εκλογές η υποψηφιότητα που στήριζε ο ΣΥΡΙΖΑ να παίρνει 13%, στις περιφερειακές 19% και στις βουλευτικές 32%; Μακράν από την πραγματικότητα η απλουστευτική εξήγηση περί επιλογής προσώπων.
- Πώς μπορεί να προχωρήσει μια απόφαση, όταν τα ίδια τα στελέχη την υπονομεύουν;
- Σε τέτοια πρόσωπα μπορείς να εμπιστευθείς το νέο ξεκίνημα; Πρόσωπα που προωθούσαν προσωπικές τους επιλογές;
"Κλειστές παρέες"
Δεν νομίζω η αιτία να βρίσκεται μόνο στο «πέταγμα του χαρταετού»... Όπως ανέφερα πιο πάνω, δυστυχώς οι οργανώσεις εκφυλίστηκαν σε «κλειστά κλαμπ», «κύκλοι κλειστών παρεών», δημοσιοσχεσίτες, κυβερνητικοί παραγοντίσκοι, τοποθέτηση αχυρανθρώπων για τον καλύτερο έλεγχο...
Οι προσωπικές επιλογές δεν είχαν αφετηρία πολιτικές διαφωνίες ή διαφοροποιήσεις. Δυστυχώς, στον μικρόκοσμο που ζούμε, ήταν εμφανείς η προσωπική αντιδικία, η προσωπική επιβουλή -π.χ. να μην αναδειχθεί ο τάδε για να μην κοπεί ο δρόμος της ανέλιξής μου- και οι συμβιβασμοί με αντάλλαγμα κάποια μικροσυμφέροντα.
Ο Τσίπρας σωστά το επισήμανε το βράδυ των εκλογών, το ανέδειξε με τέτοιο εμφατικό τρόπο: το άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτη φορά βραδιά των εκλογών προτάσσεται σ’ ένα κόμμα η οργανωτική ανασυγκρότησή του. Ενδεχόμενα, αν δεν υπήρχαν οι τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις στις 7 Ιούλη θα το είχε αναδείξει τη βραδιά των εκλογών της Τ.Α. και των ευρωεκλογών.
Αυτό το πατατράκ άλλαξε όλο τον σχεδιασμό, οδηγηθήκαμε σε πρόωρες εκλογές με το θλιβερό αποτέλεσμα την παλινόρθωση του κατεστημένου. Του κόμματος που είχε μεγάλες ευθύνες για τη χρεοκοπία της χώρας.
Ήταν ένα ηχηρό μήνυμα πρωτίστως στα στελέχη. Αλλά αυτά έκαναν πως δεν το άκουσαν. Πολλοί έγιναν αυτόματα «βασιλικότεροι του βασιλέως»... Θα ήταν πιο σώφρον, θα έδειχνε μια πιο υπεύθυνη, πιο καθαρή στάση η παραίτησή τους και το ξεκίνημα μιας νέας αρχής, έστω με μια «υπηρεσιακή», προσωρινή καθοδήγηση. Να χτιστεί ένα νέο κόμμα, που θα αγκαλιάσει και θα εκφράσει όλα τα στρώματα, όλες τις γενιές, κυρίως τις νέες, που είναι και το μέλλον. Να μπολιαστεί το νέο με το παλιό για να χτιστούν γερές βάσεις. Να μην γίνει μια αριθμητική αύξηση, να μην γίνει μια νέα πρόσθεση στο «κλειστό κλαμπ» και να γίνει πιο πολυμελές.
Το νέο άνοιγμα να φέρει την ανατροπή σε καθεστωτικές αντιλήψεις και συμπεριφορές, να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά και να γίνει ένας δυνατός ιμάντας σύνδεσης με την κοινωνία. Να ξεκινήσει ένας ουσιαστικός προσυνεδριακός διάλογος, να κατατεθούν απόψεις που θα επεξεργαστεί το επερχόμενο συνέδριο:
- Τι κόμμα θέλουμε και τι χρειάζεται η κοινωνία;
- Πώς θα γίνει η ενσωμάτωση των νέων μελών;
- Πώς θα αντιμετωπιστούν οι αντιθέσεις νέων - παλιών μελών;
- Πώς θα ανοιχτούν οι οργανώσεις στην κοινωνία;
- Πώς θα αφομοιωθεί πολιτικά αυτό το εγχείρημα; Οι όποιες πολιτικές διαφωνίες του παρελθόντος των νέων μελών δεν πρέπει να σταθούν εμπόδιο εφόσον σήμερα υιοθετούν την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Ιδεολογικές συγχύσεις
Να αποσαφηνιστούν κάποιες πολιτικές και ιδεολογικές συγχύσεις περί πασοκοποίησης ή πασοκογένων και βέβαια κάποια παλιά οργανωτικά «αμαρτήματα» που δεν μπορούν να συνεχιστούν δημιουργώντας νέες συγχύσεις:
Ι. Υπάρχει μια λαθεμένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία η Προοδευτική Συμμαχία ταυτίζεται με τους πασοκογενείς. Το κόμμα είναι ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία και δεν ξέρουμε ποιο όνομα θα δώσει το συνέδριο. Είναι αδόκιμος προσδιορισμός χωρίς επιστημονική βάση ο όρος «πασοκογενείς». Θεωρούνται άτομα που κάποτε ήταν στρατευμένοι σε έναν άλλο πολιτικό χώρο. Η παρέκκλιση της ηγεσίας σε συντηρητικές πολιτικές τους ανάγκασε ορθά και έντιμα να καταθέσουν τη διαφωνία τους και να αποχωρήσουν. Προσχώρησαν σε έναν συγγενή πολιτικό χώρο με ξεκάθαρη ιδεολογία και θέση στον αριστερό - προοδευτικό χώρο. Έκαναν το ουσιαστικό βήμα. Ξέκοψαν με το χθες, ξεκίνησαν μια νέα αρχή. Δεν μπορεί η κομματική προέλευση να έχει ταυτοτικά χαρακτηριστικά και να συνοδεύει τον καθένα στη νέα πορεία. Προσοχή όμως: υπάρχουν και οι καιροσκόποι. Αυτοί που άφησαν τις καρέκλες γιατί δεν τους πρόσφεραν αυτά που ήθελαν και τώρα ψάχνουν νέο «στασίδι».
ΙΙ. Υπάρχει μια οργανωτική παραδοξότητα: να υπάρχουν «κόμματα» μέσα στο κόμμα. Ομάδες, πλατφόρμες συνεδριάζουν, οργανώνουν συνδιασκέψεις που προσεγγίζουν οργανωτική αυτοτέλεια, δημοσιοποιούν θέσεις αντίθεσης, διαφωνίας παράλληλα με την κεντρική πολιτική γραμμή. Αυτές οι πρακτικές δεν οδηγούν σε σύγχυση, προβληματισμό και αμφισβήτηση στα μέλη;
Πώς τα βοηθάς να αποκτήσουν ιδεολογική πανοπλία όταν βομβαρδίζονται από αντιφατικές, ενίοτε αντίρροπες θέσεις καμουφλαρισμένες;
Αν δεν έχεις «μπετοναρισμένη» την οργάνωση και δεν εξασφαλίσεις την καθαρότητα και την ενιαία πολιτική σου πρόταση, δεν μπορείς να επανέλθεις στην κυβέρνηση για να υπηρετήσεις τα λαϊκά συμφέροντα.
Η πολυσυλλεκτικότητα είναι χαρακτηριστικό των αστικών κομμάτων, που η κάθε τάση εξυπηρετεί διαφορετικά συμφέροντα. Η Αριστερά εκφράζει τα ενιαία λαϊκά συμφέροντα.
Όμως, εκτός από τις οργανωτικές αδυναμίες, υπήρξε και επικοινωνιακό Βατερλώ. Εκτιμήσεις, αναλύσεις, παρεμβάσεις ελλειμματικές - λανθασμένες, που ανέτρεψαν όλον τον σχεδιασμό για εκλογές τον Οκτώβριο, με αποτέλεσμα οι πρόωρες εκλογές να φέρουν την παλινόρθωση του κατεστημένου στην πιο επιθετική του μορφή. Είναι από τα πιο σοβαρά ζητήματα...
Θα επανέλθουμε γι’ αυτά...

* Ο Γιώργος Κακαφίκας είναι μέλος της Ο.Μ. ΣΥΡΙΖΑ Ημαθίας

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

Σκέψεις πάνω σε μια δημοσκόπηση

Του Άγγελου Τσέκερη

Την περασμένη Κυριακή και την περασμένη Τρίτη, η «Αυγή» δημοσίευσε, σε δύο συνέχειες, μια δημοσκόπηση της Palmos Analysis, που έγινε για λογαριασμό της ευρωκοινοβουλευτικής ομάδας της Αριστεράς. Μια προσεκτική ανάγνωση των ευρημάτων καταλήγει σε πολύ ενδιαφέροντα πολιτικά συμπεράσματα, ειδικά αυτή τη στιγμή, που ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μεταβατική περίοδο.
1. Η διεύρυνση
Από τη δημοσκόπηση γίνεται σαφές ότι η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρει μόνο όσους τοποθετούνται στην Κεντροαριστερά, αλλά και αυτούς που τοποθετούνται στην Αριστερά. Στα ερωτήματα αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να καλύψει χώρο προς την Κεντροαριστερά και το Κέντρο, οι κεντροαριστεροί απαντούν κατά 66% θετικά και κατά 20% αρνητικά και οι αριστεροί κατά 47% θετικά και κατά 26% αρνητικά. Στο ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ανοίξει τις πόρτες του σε νέα μέλη και στελέχη από το Κέντρο και την Κεντροαριστερά, οι κεντροαριστεροί απαντούν 77% θετικά και 10% αρνητικά, ενώ οι αριστεροί 54% θετικά και 10% αρνητικά. Όσο πιθανότερο θεωρεί κάποιος το να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ, τόσο θετικότερα βλέπει τη διεύρυνσή του.
Είναι λοιπόν λάθος η εκτίμηση ότι οι αριστεροί επιθυμούν έναν ιδεολογικά καθαρό και περιχαρακωμένο ΣΥΡΙΖΑ. Αριστεροί και κεντροαριστεροί χρειάζονται ένα κόμμα που να τους εκφράζει και τους εμπνέει.
2. Οικονομία, ανεργία και κοινωνικό κράτος
Η ατζέντα της οικονομίας και του κοινωνικού κράτους φαίνεται ότι είναι το μεγάλο ατού του ΣΥΡΙΖΑ. Το γεγονός αυτό αναγνωρίζεται σε μεγάλο βαθμό ακόμα και από αυτούς που δεν ψηφίζουν ή δεν θεωρούν πιθανόν να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ στο μέλλον. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ενισχύσει όσο μπορεί περισσότερο τα δυνατά αυτά χαρακτηριστικά της πολιτικής του. Προγραμματικά, επικοινωνιακά, αλλά πρώτα και κύρια με πολιτική δράση στο πραγματικό πεδίο.
3. Μια ομάδα που ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προσέξει
Αυτοί που δεν ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές αλλά τον ψήφισαν στις βουλευτικές εκλογές αναδεικνύονται από τη δημοσκόπηση σε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ομάδα. Σε σύγκριση με το σύνολο των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, είναι πιο απαιτητικοί, πιο αυστηροί και ίσως πιο επιφυλακτικοί απέναντι στο κόμμα. Έχουν επίσης αυξημένα κοινωνικά αντανακλαστικά. Η αντιστοίχιση του ΣΥΡΙΖΑ με το κριτήριο και τις απαιτήσεις αυτής της ομάδας ίσως θα πρέπει να είναι ένας από τους βασικούς ποιοτικούς στόχους της διεύρυνσης.
4. Αντιφασισμός, αντιρατσισμός και κλιματική αλλαγή
Αυτή η ομάδα φαίνεται να αναγνωρίζει το κοινωνικό προφίλ του ΣΥΡΙΖΑ, ζητάει όμως να ενισχυθούν και άλλα στοιχεία της πολιτικής του ατζέντας.
Το ένα είναι το μέτωπο κατά της Ακροδεξιάς, το οποίο θεωρούν πρώτη επιλογή με 7% έναντι 4% του συνόλου των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Το άλλο είναι το θέμα της κλιματικής αλλαγής (7% έναντι 2% του συνόλου). Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βεβαίως και τα δύο ψηλά στην ατζέντα του. Χρειάζεται να υπηρετήσει τα θέματα αυτά με μεγαλύτερη συνέπεια, συνοχή και επάρκεια και να συνδέσει όσο περισσότερο μπορεί την ταυτότητά του με τα θέματα αυτά.
Μιλώντας βέβαια για την κλιματική αλλαγή, προφανώς οι άνθρωποι δεν ζητούν λύση από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που περιμένουν είναι περισσότερη ευαισθησία στα θέματα αυτά και μια πιο συνεπή αντιπαράθεση με το κυρίαρχο παραγωγικό και καταναλωτικό πρότυπο.
5. Αριστερές θέσεις και δυναμισμός
Από την έρευνα αποδεικνύεται ότι όλοι αυτοί που βλέπουν θετικά τη διεύρυνση προς το Κέντρο δεν επιθυμούν μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ σε κεντρώες πολιτικές θέσεις. Αντίθετα η υιοθέτηση πιο αριστερών ριζοσπαστικών θέσεων είναι πρώτη επιλογή όχι μόνο για τους αριστερούς (με ένα συντριπτικό 36%) αλλά και για τους κεντροαριστερούς (18% έναντι 17% που ζητούν περισσότερη μετριοπάθεια). Πιο ριζοσπαστικές θέσεις δεν σημαίνει ξύλινος πολιτικός λόγος, αλλά ένα πιο καθαρό μέτωπο απέναντι στον κοινωνικό συντηρητισμό.
Αυτό που ζητούν επίσης από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι δυναμικότερο πολιτικό λόγο. Είναι ο τρίτος ισχυρότερος λόγος που θα αποφάσιζαν να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, μετά από τις ριζοσπαστικότερες θέσεις και τον Μητσοτάκη. Δυναμικότερος πολιτικός λόγος δεν σημαίνει φραστική οξύτητα, αλλά περισσότερη ζωτικότητα.
6. Ανανέωση
Για τα κοινά που αυτοτοποθετούνται πέραν της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς και που κάθε άλλο παρά περιφρονούν τις ριζοσπαστικότερες θέσεις και τον δυναμικότερο λόγο, σοβαρός λόγος για να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν και η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού. Η Αριστερά δεν έχασε ποτέ από την ανανέωση. Ο παραγοντισμός έχασε, αλλά αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση.
7. Απαισιόδοξοι φτωχοί, αισιόδοξοι πλούσιοι
Η έρευνα δείχνει ότι τα φτωχότερα στρώματα είναι απαισιόδοξα για τη βελτίωση της ζωής τους, ενώ τα πιο εύπορα αισιόδοξα. Η υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους στρέφει υποχρεωτικά τον ΣΥΡΙΖΑ στους απαισιόδοξους. Πρέπει να μετατρέψει την απαισιοδοξία τους σε όραμα για κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό δεν σημαίνει να τρομάξει τους αισιόδοξους. Αλλά να πείσει ότι η δίκαιη ανάπτυξη είναι πιο αισιόδοξη για όλους.
8. Νεαρές ηλικίες
Στην πρόθεση ψήφου, ο ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχεί πλήρως στην ηλικακή κατηγορία 17-35 (30% έναντι 20% της Ν.Δ.). Οφείλει να γίνει πιο νεανικό κόμμα. Και αυτό δεν συναρτάται μόνο με τα ποσοστά που παίρνει στις φοιτητικές εκλογές, αλλά με τη φυσιογνωμία του, τον πολιτικό του λόγο, τους ανθρώπους που τον εκπροσωπούν.
9. Προσφυγικό και Πρέσπες
Η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ για ευρωπαϊκή λύση στο προσφυγικό έχει κυριαρχήσει πλήρως στους πολίτες. Στη γραμμή αυτή έχει συρθεί ο κ. Μητσοτάκης, όχι επειδή το ζητάει η πλειοψηφία, αλλά επειδή δεν υπάρχει άλλος τρόπος διαχείρισης - τα κλειστά σύνορα στους πρόσφυγες είναι ένα καλό ακροδεξιό λαϊκιστικό σύνθημα αλλά δεν μπορεί να υλοποιηθεί από την Ελλάδα. Λόγω του ρόλου που παίζουν τα ΜΜΕ, η πολιτική που υπερασπίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλειοψηφική αλλά δεν είναι ηγεμονική. Είναι υποχρέωσή του να εξετάσει το πώς θα γίνονται ηγεμονικές οι ιδέες του στα σοβαρά ζητήματα.
Αντίθετα με το προσφυγικό, στις Πρέσπες είναι πολύ ισχυρή η αρνητική άποψη. Η Δεξιά είναι συμπαγής, ενώ αρνητικός είναι και ένας στους τρεις οπαδούς της Αριστεράς. Ο πόλεμος μίσους που εξαπέλυσε η Ν.Δ. και τα ΜΜΕ ως αντιπολίτευση υπήρξε τόσο επιτυχημένος, που σήμερα πλήττει ακόμα και την ίδια. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να υπερασπιστεί τις Πρέσπες μέσα στις ίδιες του τις γραμμές, αν θέλει να ανατρέψει αυτή την αντίληψη στην υπόλοιπη κοινωνία.
10. Μέσα Μαζική Ενημέρωσης
Η κυριαρχία Μέσων ανυπόληπτων, με χαμηλή ποιότητα ενημέρωσης και παντελή έλλειψη αντικειμενικότητας, πλήττει σοβαρά τον ΣΥΡΙΖΑ. Το φιλικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ Μέσα απευθύνονται στους οπαδούς του. Ο αναποφάσιστος κόσμος έχει ανάγκη από ΜΜΕ που θα τον ενημερώνουν σωστά και θα οξύνουν την κριτική του ικανότητα, όχι από ΜΜΕ που θα μεροληπτούν υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.
Το αίτημα για πιο αξιόπιστα ΜΜΕ θα μπορούσε να φτάσει μέχρι τις παρυφές της λαϊκής Δεξιάς. Είναι υπόθεση πολιτική, κοινωνική και θεσμική. Δεν είναι υπόθεση εκδοτών και συμμαχιών.

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

Αντισυνταγματικό το νέο σύστημα εισφορών

 Διονύσης Τεμπονέρας δικηγόρος - εργατολόγος

Το περασμένο Σαββατοκύριακο οι πολίτες της χώρας παρακολούθησαν σε πρωινή τηλεοπτική μετάδοση μια μίνι παρουσίαση των νέων αλλαγών στο ασφαλιστικό. Σύμφωνα με τις εξαγγελίες, η κατώτατη εισφορά αυξάνεται κατά 20%, περίπου, σε σχέση με τα 185 ευρώ ανά μήνα που πλήρωναν οι ασφαλισμένοι του τέως ΟΑΕΕ και ΕΤΑΑ (νυν ΕΦΚΑ), και θα ανέρχεται πλέον στα 210 ευρώ ανά μήνα. Η υπολογιζόμενη συνολική κύρια σύνταξη που αντιστοιχεί στην κατώτατη ασφαλιστέα βάση για χρόνο ασφάλισης 30 ετών θα ισούται με 588,37 ευρώ μικτά!
Ενας ασφαλισμένος στον πρώην ΟΑΕΕ με 30 έτη ασφάλισης έως το 2016, δηλαδή πριν από την εφαρμογή του Ν. 4387/2016 (με εισφορά 400 ευρώ ανά μήνα), θα είχε συντάξιμες αποδοχές 1.412 ευρώ και με ποσοστό αναπλήρωσης 27,79% (30 έτη) η συνολική σύνταξή του θα ήταν 776 ευρώ, σχεδόν 200 ευρώ παραπάνω σε σχέση με τον νέο νόμο που προωθεί η κυβέρνηση.
Για να φτάσει κανείς σε αντίστοιχη σύνταξη με παρόμοιες συντάξιμες αποδοχές, σύμφωνα με το νέο σχέδιο, θα πρέπει να καταβάλλει την εισφορά του 5ου επιπέδου, δηλαδή 435 ευρώ ανά μήνα! Ουσιαστικά, λοιπόν, επανερχόμαστε σε μια πιο ελεύθερη εκδοχή του παλιού συστήματος των ασφαλιστικών κλάσεων με δόλωμα την ελεύθερη επιλογή κλάσης.
Είναι προφανώς αφελής όποιος πιστεύει ότι οι ασφαλισμένοι, μετά τη δεκαετή μνημονιακή κρίση, θα σπεύσουν να «επενδύσουν» στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, όπως παροτρύνει ο αρμόδιος υπουργός. Αλλωστε, η δυνατότητα επιλογής μεγαλύτερης προαιρετικής εισφοράς ίσχυε με το σύστημα των ασφαλιστικών κλάσεων παλαιότερα (τέως ΟΑΕΕ), αλλά νομοθετήθηκε και μετά τον «νόμο Κατρούγκαλου». Και μάλιστα, οι μεγαλύτεροι «χαμένοι» της κρίσης ήταν αυτοί ακριβώς που, ενώ πλήρωναν προαιρετικά υψηλότερη εισφορά, είδαν τα χιλιάδες ευρώ που ξόδεψαν να μην έχουν καμία ανταπόδοση, λόγω των περικοπών που ο νυν υπουργός Εργασίας αλλά και άλλοι εισήγαγαν στο σύστημα (π.χ. Ν. 4093/2012).
Το θέμα όμως έχει και πιο σοβαρή «πυρηνική»-συνταγματική διάσταση: Το σύστημα στην Ελλάδα είναι δημόσιο και αναδιανεμητικό μεταξύ των γενεών. Ομως, αποτελώντας τον μοναδικό επίσημο θεσμό κοινωνικής αλληλεγγύης, προβλέπει σύστημα αναδιανομής και εντός της ίδιας γενιάς. Οι εργαζόμενοι με υψηλότερες αποδοχές, με τις εισφορές τους, πληρώνουν και για τους πιο «φτωχούς εργαζόμενους».
Ακόμα και το προηγούμενο σύστημα των ασφαλιστικών κλάσεων που ίσχυε ώς το τέλος του 2016 (ΤΕΒΕ-ΟΑΕΕ), αντιστοιχούσε τις εισφορές σε τεκμαρτά εισοδήματα, με βάση τα χρόνια που είχε διανύσει ένας ελεύθερος επαγγελματίας στο επάγγελμα. Ο επιτηδευματίας που είχε πιο πολλά χρόνια στην ασφάλιση, θα είχε πιο υψηλά εισοδήματα και συνεπώς αύξανε προοδευτικά την κλίμακα των εισφορών. Αν και παραβιάστηκε αυτή η παραδοχή στα χρόνια της κρίσης, είχε μια λογική.
Με το σχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση το σύστημα χάνει τα αναδιανεμητικά του χαρακτηριστικά, αφού είτε έχει κανείς 5.000 εισόδημα είτε 150.000, θα έχει τη δυνατότητα να πληρώνει την κατώτατη εισφορά. Μοιραία αυτό θα οδηγήσει σε συρρίκνωση των παροχών αλλά και σε νόθευση του ανταγωνισμού, αφού ο ισχυρότερος-πλουσιότερος έχει πλεονεκτική θέση έναντι του ασθενέστερου στην αγορά.
Επίσης, αφού η εισφορά, όπως έχει πει το ΣτΕ, συνιστά δημόσιο βάρος (ΣτΕ 1880/2019), τότε παραβιάζεται η συνταγματική αρχή ότι καθείς συμμετέχει στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνατότητές του. Με λίγα λόγια, το προωθούμενο σχέδιο ξηλώνει θεμελιώδεις αρχές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης προς όφελος των λίγων, αλλά ελέγχεται σαφώς και από πλευράς συνταγματικότητας.
Τι θα συμβεί αν οι μισθωτοί με υψηλές αποδοχές απαιτήσουν και αυτοί τεκμαρτό και κατώτατο προσδιορισμό των εισφορών τους, με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης-ισονομίας; Ολο το σύστημα τινάσσεται στον αέρα!
Χαρακτηριστική είναι η απόφαση του ΣτΕ (1880/2019) που θα δημιουργήσει από την αντίθετη πλευρά, των μισθωτών δηλαδή αυτή τη φορά, αξιώσεις για εφαρμογή των αρχών της ισονομίας:
«...Η υπαγωγή στην ασφάλιση, μισθωτών και μη μισθωτών, ήτοι κατηγοριών ασφαλισμένων με ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος, υπό ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών…, επιβάλλει τον έλεγχο της τηρήσεως από τον νομοθέτη της συνταγματικής αρχής της ισότητας, από της απόψεως της ενιαίας μεταχειρίσεως προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες...».
Και συνεχίζει το ΣτΕ, στις ΟλΣτΕ 1880 και ΟλΣτΕ 1888/2019 αποφάσεις του:
«...ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιλέγει το κατάλληλο, κατά την κρίση του, σύστημα χρηματοδοτήσεως των ασφαλιστικών παροχών (καθορισμένες εισφορές, καθορισμένες παροχές) και να παρέχει την κοινωνική ασφάλιση με ιδιαίτερους κανόνες ανά κατηγορία απασχολήσεως (μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες)... εφ’ όσον επιτυγχάνει τούτο με όρους ισότητας, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος».
Συνεπώς, οι μισθωτοί αυτή τη φορά θα διεκδικήσουν ισότητα και ισονομία εντός ΕΦΚΑ.
Η εμπειρία από τις πρωτοβουλίες διάσωσης του συστήματος αποδεικνύει ότι οι πολιτικές, που εμμένουν μονομερώς στη διαρκή περικοπή παροχών και στη συρρίκνωση των εισφορών, είναι καταδικασμένες στην αποτυχία, επειδή παραμελούν πλήρως την ενίσχυση των πόρων του συστήματος και υποτιμούν την αλληλεπίδραση μεταξύ κοινωνικής αποτελεσματικότητας και εισροής νέων πόρων.