Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΨΗΛΑ

Είναι γεγονός ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών είναι πιο κάτω από τις προσδοκίες του κόσμου της Αριστεράς.
Η διαφορά των εκλογικών ποσοστών ανάμεσα στη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές είναι μεγάλη και το ποσοστό της Δεξιάς υψηλότερο από το 30%. Αυτό σημαίνει ότι η Ν.Δ. ξεκινά την κούρσα για τις εθνικές εκλογές με ένα σημαντικό προβάδισμα. Και, προφανώς, η Αριστερά πρέπει να επαναπροσδιορίσει, όχι τη στρατηγική της, γιατί αυτή ήταν σωστή, αλλά την τακτική της και την επικοινωνιακή αξιοπιστία της.
Στο πλαίσιο αυτό, η Αριστερά καλείται να ανατρέψει έναν αρκετά δυσμενή συσχετισμό. Και για να το καταφέρει, πρέπει να εργαστεί σοβαρά. Να διερευνήσει τα βασικά αίτια της ήττας, να διαγνώσει τις υποκειμενικές της αδυναμίες, να πάρει σοβαρά μέτρα για την αντιμετώπισή τους και να βελτιώσει τη στρατηγική της απέναντι στον βασικό της αντίπαλο.
Είναι δύσκολο; Ναι, προφανώς είναι. Αλλά θα πρέπει η Αριστερά να καταλάβει ότι έχει ανταποκριθεί σε πολύ μεγαλύτερες προκλήσεις. Ήταν πολύ δυσκολότερο να διαγράψει την πορεία από το 3,5% στην εκλογική νίκη του 2015. Αλλά το κατάφερε. Και ήταν εκατό φορές πιο δύσκολο να διαχειριστεί πολιτικά τον επώδυνο συμβιβασμό του Ιουλίου του 2015 και το τρίτο Μνημόνιο με τις τέσσερεις διαδοχικές αξιολογήσεις και τη μείωση του χρέους. Και αυτό το κατάφερε. Γι' αυτό, ό,τι και αν γίνει, οι αριστερές και οι αριστεροί, είτε σε επίπεδο βάσης είτε σε επίπεδο ηγεσίας, οφείλουν να θυμούνται πώς έχουμε φτάσει μέχρι εδώ:
Πρώτον: Η Αριστερά τίμησε την εντολή που πήρε από τον ελληνικό λαό, τον Σεπτέμβριο του 2015. Είχε πει ότι θα φέρει εις πέρας το 3ο Μνημόνιο, την τρίτη δέσμη μέτρων που είχε επιβληθεί καταναγκαστικά στη χώρα. Ότι θα πιάσει τους στόχους, φροντίζοντας να επιβαρυνθούν όσο το δυνατόν λιγότερο οι πιο αδύναμοι και αυτοί που σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος της κρίσης. Ότι θα βάλει την οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης. Ότι με τη λήξη των προγραμμάτων θα επαναφέρει τη χώρα σε μια κατάσταση κανονικότητας και θα αποκαταστήσει κατά το μέγιστο δυνατόν την εθνική μας κυριαρχία. Και ότι θα ξεκινήσει άμεσα ένα σχέδιο αναδιανομής και ελαφρύνσεων, που θα στοχεύει στους κοινωνικά αδύναμους, αλλά και στην πραγματική οικονομία. Ένα σχέδιο, στην ψήφιση του οποίου σύρθηκε, θέλοντας και μη, η Ν.Δ. Κανείς δεν μπορεί λοιπόν να προσάψει στην Αριστερά ότι άλλαξε γραμμή και ανάλυση, ότι παραιτήθηκε από αυτό που είχε υποσχεθεί, ότι δεν πάλεψε αρκετά τους στόχους της, ότι δεν έκανε αυτό που είχε υποσχεθεί. Και αυτό πρέπει να μην το ξεχνάμε.
Δεύτερον: Η Αριστερά έχει ανασυγκροτήσει τις κοινωνικές της συμμαχίες. Δεν είναι στο 2016, όπου είχε να διαχειριστεί τη διάψευση των προσδοκιών του πρώτου επταμήνου, τον θυμό των απογοητευμένων οπαδών της και τη ρευστοποίηση του κοινωνικού μπλοκ που την στήριξε. Η κυβέρνηση της Αριστεράς πορεύτηκε έναν πολύ δύσκολο δρόμο. Έδωσε σκληρές μάχες, με μικρό πολιτικό αντίκρυσμα. Αλλά μετά την έξοδο από τα Μνημόνια, η Αριστερά συγκροτεί και πάλι τις κοινωνικές της συμμαχίες Με την έννοια ότι υπάρχουν πλατιά κοινωνικά στρώματα που αυτή τη στιγμή έχουν απόλυτη συνείδηση του ότι τα συμφέροντά τους, στο πλαίσιο μιας δίκαιης ανάπτυξης με καθαρό κοινωνικό πρόσημο, είναι ταυτισμένα με την Αριστερά. Και ότι η επιστροφή της Ν.Δ. στα πράγματα θα σημάνει τεράστια κοινωνική οπισθοδρόμηση.
Τρίτον: Η Αριστερά έδωσε μια έντιμη μάχη. Και ας προσπαθούν να της προσάψουν οι αντίπαλοί της, ότι ενέδωσε στις δικές τους βρόμικες τακτικές. Γιατί η πραγματικότητα είναι ότι, ακόμα και αν κάνει λάθη -γιατί όλοι κάνουν λάθη-, η Αριστερά παραμένει η πιο τίμια και καθαρή πολιτική δύναμη. Δεν τρέφει στους κόλπους της αντιδραστικά φίδια ούτε κλόουν της πολιτικής. Και δεν εξαπολύει εκστρατείες διαστρέβλωσης και μίσους στα κοινωνικά δίκτυα. Δεν έπεσε στο επίπεδο των αντιπάλων της, που το τελευταίο διάστημα ξεπέρασαν κάθε όριο πολιτικής αλητείας. Και γι' αυτό μπορεί να μιλάει στο όνομα της Δημοκρατίας και του πολιτικού πολιτισμού.
Και τέταρτον: η Αριστερά έχει ένα ξεκάθαρο αφήγημα για την επόμενη μέρα. Μιλά για δίκαιη ανάπτυξη με κοινωνικό πρόσημο, για την «Ελλάδα των πολλών». Μιλά για την υπεράσπιση της κοινωνίας από τα θατσερικά και τα πινοσετικά σχέδια του Κ. Μητσοτάκη. Για την εμπέδωση της διαφάνειας και τη διερεύνηση των σκανδάλων. Για την ενίσχυση της δημοκρατίας και την υπέρβαση της τοξικής αντιπαράθεσης, του κανιβαλισμού και των fake news.
Αν όλα αυτά ισχύουν -και ο κόσμος της Αριστεράς το ξέρει ότι ισχύουν δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε. Η κυβέρνηση έχει προκαλέσει εθνικές εκλογές, ζητώντας καθαρή λύση. Με καθαρά ερωτήματα: Για την ηθική της πολιτικής και τη δημοκρατία. Για το μέλλον του κοινωνικού κράτους και των εργασιακών σχέσεων. Για την ήττα της Ακροδεξιάς. Για την κάθαρση της πολιτικής ζωής και τη θεσμική θωράκιση της διαφάνειας.
Πάμε λοιπόν. Με ψηλά το κεφάλι. Έχοντας την αλήθεια, την πολιτική ηθική και εντιμότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη με το μέρος μας. Και δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα απολύτως.

Τετάρτη 15 Μαΐου 2019

Για την προεκλογική μας πορεία

Στον χώρο της Αριστεράς ανήκει το μέγιστο ποσοστό των αναποφάσιστων συμπολιτών, που σε όλες τις σφυγμομετρήσεις κυμαίνεται πάνω από το 40%. Απέναντι σ’ αυτόν τον κόσμο, χρειάζεται να στρέψουμε άμεσα την προσοχή μας, με έναν ιδιαίτερο θετικό λόγο επιχειρημάτων και μια συστηματική οργάνωση επαναπροσέγγισης, και κεντρικά και τοπικά, με συνευθύνη όλων των οργανώσεων και των μελών μας
Του Άλκη Ρήγου
Η πολιτική σκηνή είναι πολύ πιο σύνθετη από τη μανιχαϊκή και προσωποκεντρικά αρχηγική σε μεγάλο βαθμό αντιπαράθεση των δύο πόλων που συγκροτούν τον κυρίαρχο προεκλογικό δημόσιο λόγο. Ένα λόγο που υποτάσσεται πολλές φορές σε μια εξυπνακίστικη επικοινωνιακή λογική, την οποία εντείνουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οι διαρροές ψεύτικων ειδήσεων και η πλειονότητα των Μαζικών Μέσων Ενημέρωσης.
Οι πολιτικές δυνάμεις είναι προφανώς περισσότερες και στον χώρο της Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς και στον χώρο της Αριστεράς και δεν μπορούμε να τις αγνοούμε επικεντρώνοντας μονοδιάστατα στην αντιπαράθεση με τη Ν.Δ. και τον αρχηγό της.
Ιδιαίτερα στον χώρο της Αριστεράς, ας μην το λησμονούμε, ανήκει το μέγιστο ποσοστό των αναποφάσιστων συμπολιτών, που σε όλες τις σφυγμομετρήσεις κυμαίνεται πάνω από το 40%, ενώ πάνω από το 60% του εκλογικού σώματος έχει αρνητική γνώμη και για την κυβέρνηση και για την αντιπολίτευση.
Απέναντι σ’ αυτόν τον κόσμο, στον οποίο εντάσσονται και αποστασιοποιημένοι σύντροφοί μας, αδρανοποιημένα μέλη μας όπως και πολλοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ του 2015, χρειάζεται να στρέψουμε άμεσα την προσοχή μας, με έναν ιδιαίτερο θετικό λόγο επιχειρημάτων και μια συστηματική οργάνωση επαναπροσέγγισης και κεντρικά και τοπικά, με συνευθύνη όλων των οργανώσεων και των μελών μας.
Είναι σαφές ότι δεν αρκεί -όσο σημαντικό και αν είναι- μόνο ο τονισμός τού τι πισωγύρισμα συνεπάγεται για το κοινωνικό κράτος και την πορεία της χώρας το πολιτικό σχέδιο της Ν.Δ. όπως καθημερινά η ίδια αποκαλύπτει. Χρειάζεται πρωταρχικά και η αναλυτική προβολή -όπως και κάνουμε- του θετικού έργου που έχουμε κάνει, σε αντίξοες συνθήκες μάλιστα, στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής, της αλληλεγγύης, των δικαιωμάτων, της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, παράλληλα όμως χρειάζεται να ανατρέπουμε ήρεμα και με επιχειρήματα τη μηδενιστική κριτική, που ασκούν στην πολιτική μας τα άλλα αριστερά πολιτικά υποκείμενα, ενώ οφείλουμε να μην αγνοούμε τα σημεία της κριτικής τους που έχουν βάση ή δημιουργούν αμφιβολίες για την πολιτική μας αξιοπιστία και φερεγγυότητα, αναδεικνύοντας και στο συμβολικό επίπεδο ότι δεν έχουμε ενσωματωθεί στον κυβερνητισμό, τον προσωπικό παραγοντισμό, ότι παραμένουμε δύναμη της Ανανεωτικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς, μέσα σ’ ένα δυναμικό και όχι συγκυριακό μέτωπο προοδευτικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.
Το πρόβλημα συστηματικής επαναπροσέγγισης αυτού του κόσμου συμπολιτών είναι σημαντικό αν αναλογιστούμε ότι στο δυναμικό αυτό του εκλογικού σώματος αποβλέπουν εκτός του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ, μια σειρά μικρότερες κινήσεις όπως το «DIEM» του Βαρουφάκη, η «Πλεύση» της Κωνσταντοπούλου, η «Όρθια Ελλάδα» του Μητρόπουλου, αλλά και το «Ποτάμι».
Επίσης υπάρχουν τρεις σημαντικές πλευρές που οφείλουμε να προσέξουμε στην προεκλογική, και όχι μόνο, πολιτική μας.
* Τη συνεχιζόμενη, έστω και φθίνουσα, προπαγάνδα εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών που, εκτός της Ν.Δ., της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, μα και τμημάτων της Αριστεράς, αγγίζει και ένα τμήμα αγνών συμπατριωτών ιδιαίτερα στη βόρεια Ελλάδα.
* Την εύλογη σε μεγάλο βαθμό απαξίωση της Ε.Ε. όχι μόνο λόγω του κινδύνου της επανεμφάνισης εθνικιστικών περιχαρακώσεων, φασιστικών μορφωμάτων και του συντηρητικού λόγου περί χριστιανικής Ευρώπης του επικεφαλής του Λαϊκού Κόμματος για την ηγεσία της, αλλά και των γραφειοκρατικών και νεοφιλελεύθερων καπιταλιστικών κυρίαρχων πολιτικών της.
* Τέλος, ιδιαίτερη προσοχή οφείλουμε απέναντι στη διάχυτη σε μεγάλα τμήματα συμπατριωτών και κυρίως νεότερων, πρόσληψη της πολιτικής ως παίγνιου συμφερόντων και προσωπικών προβολών παραγόντων, στην οποία συμβάλλουν και κάποιες συμπεριφορές δικών μας βουλευτών ή υποψηφίων ευρωβουλευτών.
Αποτέλεσμα που οδηγεί στην απαξίωση της πολιτικής και τη ματαιότητα συμμετοχής στις εκλογικές αναμετρήσεις. Το πρόβλημα αυτό, το οποίο ενισχύει η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική και ατομοκεντρική ιδεολογία, αποτελεί ευρύτερο κίνδυνο για το αξιακό περιεχόμενο της Δημοκρατίας, τον συνεχή αγώνα ουσιαστικής διεύρυνσης και επαναθεμελίωσής της σε ευρωπαϊκό και τοπικό επίπεδο. Αγώνα που καμιά χώρα, στο παγκοσμιοποιημένο σήμερα, δεν μπορεί να φέρει σε πέρας στα εθνικά της όρια. Και ότι σ’ αυτό τον διευρυμένο ταξικό αγώνα η Ευρώπη αποτελεί προνομιακό χώρο, στο πλαίσιο του οποίου διακυβεύονται πάρα πολλά κοινωνικο-οικονομικά και πολιτικο- πολιτισμικά δεδομένα που δεν μπορεί να αφήσουμε στα χέρια γραφειοκρατών και εθνικιστών.
Σκέψεις για όλα αυτά υπάρχουν, οφείλουμε όμως, ως συλλογικός διανοούμενος και όχι ατομικά, να τις επεξεργαστούμε και να τις προβάλουμε άμεσα, ο χρόνος δεν περιμένει.