Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Πληρώνουμε αυτά που συμφώνησε η ΝΔ


 Kst

Απαντήσεις Σπίρτζη για τα περί «δώρων» σε εργολάβους:


Διαδικαστικό και γραφειοκρατικό θέμα αποτελεί η ψήφιση της τροπολογίας για δημόσια έργα και αφορούν προβλέψεις που υπήρχαν στις συμβάσεις είπε ο υπουργός Μεταφορών, σχολιάζοντας δημοσιεύματα ότι «η κυβέρνηση έκανε δώρα σε εργολάβους»: «Στους εργολάβους πληρώνουμε αυτά που συμφώνησε η ΝΔ - Οι συμβάσεις που έχει υπογράψει δεν καλύπτουν πολιτικά τη σημερινή κυβέρνηση»


Διαδικαστικό και γραφειοκρατικό θέμα αποτελεί η ψήφιση της τροπολογίας για δημόσια έργα και αφορούν προβλέψεις που υπήρχαν στις συμβάσεις είπε ο υπουργός Μεταφορών Χρήστος Σπίρτζης, σχολιάζοντας δημοσιεύματα ότι «η κυβέρνηση έκανε δώρα σε εργολάβους». Στους εργολάβους πληρώνουμε αυτά που συμφώνησε η ΝΔ τόνισε ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών Χρήστος Σπίρτζης, μιλώντας στην ΕΡΤ1, υπογραμμίζοντας ότι δεν μας καλύπτουν πολιτικά οι συμβάσεις που είχε υπογράψει και πως έβαζαν το ελληνικό Δημόσιο στον τοίχο.
Στη σύμβαση που κληρονομήσαμε από τη ΝΔ, η οποία αναθεωρήθηκε μετά και ψηφίστηκε και από τη ΝΔ, υπάρχει πρόβλεψη για αυτά τα έξοδα και έπρεπε να γίνει τροπολογία από ποιους λογαριασμούς του υπουργείου Οικονομίας θα καταβληθούν. επισήμαν.ε «Είναι πρόβλεψη εάν δεν υπάρχουν τα έσοδα στον αυτοκινητόδρομο και εάν τα έξοδα συντήρησης είναι υψηλότερα» εξήγησε ο κ. Σπίρτζης και πρόσθεσε: «Δεν είναι πρόσθετα αυτά τα ποσά{...} έχουμε πέντε συμβάσεις από τον κ. Σουφλιά. 'Αλλαξαν τέσσερις συμβάσεις, το 2013. Στην πέμπτη σύμβαση έγινε αναθεώρηση, το 2015. Όταν υπάρχει μια σύμβαση αν δεν την πληρώσεις έχεις ρήτρες κλπ» ανέφερε ο κ. Σπίρτζης. Τόνισε πάντως, ότι οι συμβάσεις για τα δημόσια έργα, με το ύψος των διοδίων κ.α. που είχε καταρτίσει η ΝΔ, δεν καλύπτουν πολιτικά την κυβέρνηση.
Ερωτηθείς για το "Σπατόσημο" είπε ότι μειώνεται, από τα 22 στα 12 ευρώ, για χώρες εκτός ΕΕ και έγινε για να υπάρχει ενιαία τιμολόγηση σε όλα τα αερορδρόμια, μετά και την παραχώρηση των 14 αεροδρομίων στη Fraport. «Θα μειωθεί το κόστος των χρεώσεων σε αεροπορικά εισιτήρια» πρόσθεσε ο υπουργός.
Ανέφερε ότι στις 6 Απριλίου θα γίνει η παράδοση της σήραγγας των Τεμπών και σημείωσε ότι η Κορίνθου- Πατρών θα παραδοθεί τη Μεγάλη Πέμπτη και όσα τμήματα είναι έτοιμα σε άλλους αυτοκινητόδρομους. Ολόκληρη η Κλόκοζα θα ολοκληρωθεί έως την Πρωτομαγιά ενώ το χρονοδιάγραμμα προέβλεπε τον Αύγουστο, τόνισε χαρακτηριστικά. Υπογράμμισε, επίσης, ότι έως το τέλος του 2017 -αρχές 2018- θα έχει ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση με εργολάβους για σημαντική μείωση των διοδίων στα οδικά δίκτυα.

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Λήγουν» το 2020 τα 10 από τα 14 λιγνιτικά εργοστάσια της ΔΕΗ



Kst
Γ. Ανδριώτης:Αντιπρόεδρος του ΔΣ της ΔΕΗ
«Λήγουν» το 2020 τα 10 από τα 14 λιγνιτικά εργοστάσια της ΔΕΗ, που καλύπτουν το 30% της ζήτησης

Από τις 14 λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, οι 10 «λήγουν» το 2020 γιατί έχουν πολύ χαμηλό βαθμό απόδοσης, υπογράμμισε ο αντιπρόεδρος του ΔΣ της επιχείρησης Γιώργος Ανδριώτης μιλώντας Στο Κόκκινο και τον Στάθη Σχινά. Παρά τα πάνω από 2 δισ. ευρώ ανεξόφλητων λογαριασμών, έχει βρεθεί λύση για τις δύο νέες μονάδες σε Πτολεμαΐδα και Μελίτη, όπως σημείωσε.
Ο κ.Ανδριώτης προειδοποίησε σε σχέση με την αξιοπιστία των πληροφοριών που έρχονται στο φως της δημοσιότητας για τη ΔΕΗ. «Είμαστε ακόμη στη φάση των διαπραγματεύσεων και από ότι φαίνεται δεν έχουν κλείσει ακόμη ... δεν ξέρω από πού αντλούν τις πληροφορίες τους τα ΜΜΕ που κάθε τόσο μιλούν για συμφωνία σε ορισμένα θέματα. Μένει να δούμε το τελικό αποτέλεσμα της συμφωνίας», όπως είπε.
Ο αντιπρόεδρος του δ.σ. της ΔΕΗ συνέχισε δίνοντας τις δικές του πληροφορίες σε σχέση με «τα ζητούμενα, να δοθεί το 40% της λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής, όπως λένε τα ΜΜΕ».
«Για τις λιγνιτικές μονάδες, από τις 14 της ΔΕΗ οι 10 είναι υπό προθεσμία, "λήγουν" το 2020, γιατί είναι παλιές, ρυπογόνες, έχουν πολύ χαμηλό βαθμό απόδοσης, της τάξης του 30%, ενώ σύγχρονες όπως η Πτολεμαΐδα 5 που κατασκευάζεται ήδη θα έχει πάνω από 40% ... με το ίδιο κάρβουνο θα παράγει πολύ περισσότερη ενέργεια και πολύ λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα», όπως είπε.
«Επομένως», κατά τον κ. Ανδριώτη, «αν δεν μιλάμε για αυτές τις δύο (την Πτολεμαΐδα 5 που δεν τελείωσε ακόμη και την Μελίτη 1 που είναι σχετικά σύγχρονη και "λήγει" το 2040), όπως και δύο μονάδες της Μεγαλόπολης που "λήγουν" το 2025, τι νόημα έχει η συζήτηση; Ποιος ιδιώτης θα δώσει χρήματα να αγοράσει μονάδες για τρία χρόνια; Επενδύσεις εκσυγχρονισμού γίνονται ήδη σε κάποιες μονάδες όπως του Αγίου Δημητρίου, αλλά αφορούν μόνο συστήματα απορρύπανσης, να παράγουν λιγότερο διοξείδιο του θείου, του αζώτου κτλ. Αυτά δεν αλλάζουν το βαθμό απόδοσης των μονάδων και το διοξείδιο του άνθρακα ανά κιλοβατώρα».
Εξάλλου, σημείωσε ότι «σήμερα, από τις 50 τεραβατώρες ζήτησης, οι λιγνίτες καλύπτουν περίπου το 30%».
Το ενδιαφέρον κάποιου επιχειρηματία, σημείωσε επίσης, «είναι και θέμα τιμής, μπορεί να υπάρχει κάποιος που θα θέλει να τις πάρει για ένα κομμάτι ψωμί, αυτό πρέπει να το δούμε κι εμείς»
«Μιλάμε για τους λιγνίτες και τα νερά», όπως διευκρίνισε, «δεν μιλάει κανείς για φυσικό αέριο, γιατί δεν είναι μονοπώλιο η ΔΕΗ, υπάρχουν 2.500
MW ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου, περίπου όσο και η ΔΕΗ»,.
Έχει πιάσει ήδη έναν από τους βασικούς στόχους η ΔΕΗ
Όπως είπε στη συνέχεια ο ίδιος, «η παραγωγή και οι εισαγωγές που κάνει η ΔΕΗ σήμερα, καλύπτουν περίπου το 50% της ζήτησης στο διασυνδεδεμένο σύστημα όπου υπάρχει ανταγωνισμός (τα νησιά είναι μία άλλη περίπτωση καθώς εκεί υπάρχει μόνο η ΔΕΗ). Το υπόλοιπο 40% που χρειάζεται η ΔΕΗ για να καλύψει το 90% των πελατών της λιανικής, το αγοράζει, από ιδιώτες παραγωγούς, εισαγωγές κτλ. Ήδη δηλαδή, ένας από τους βασικούς στόχους της απελευθέρωσης, που είναι το μερίδιο και στην παραγωγή να μην ξεπερνά το 50% έχει ουσιαστικά επιτευχθεί», όπως είπε.
Ένα από τα σοβαρά προβλήματα είναι η αντικατάσταση των παλιών μονάδων, καθώς «όλες οι ευρωπαϊκές χώρες με λιγνίτη φρόντισαν την προηγούμενη δεκαετία να εκσυγχρονίσουν το στόλο τους, η Γερμανία, η Τσεχία, η Πολωνία κτλ. Έχουν πλέον σύγχρονες μονάδες, με καλούς και ανταγωνιστικούς βαθμούς απόδοσης. Η ΔΕΗ δυστυχώς, παρότι
 υπήρχαν αποφάσεις των ΔΣ της από το 2007 και για την κατασκευή της Πτολεμαΐδας 5 και για την κατασκευή της Μελίτης 2, δεν προχώρησε σε αυτές τις επενδύσεις», τόνισε ο κ.Ανδριώτης.
«Αυτή η διοίκηση, είναι τώρα υποχρεωμένη σε δύσκολες συνθήκες ρευστότητας να κάνει πολύ μεγάλο πρόγραμμα επενδύσεων. Το 2016 επενδύθηκαν στους λιγνίτες περίπου 600 εκατ. ευρώ ... υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας που οφείλεται κυρίως στους απλήρωτους λογαριασμούς , είναι πάνω από 2 δισ. ευρώ οι οφειλές των καταναλωτών. Είναι περίπου ο μισός τζίρος της ΔΕΗ. Αν συνδυαστεί αυτό και με τις ανάγκες επενδύσεων, γίνεται κατανοητό ότι υπάρχουν δυσκολίες», σημείωσε.
Πάντως, «έχουν αντιμετωπιστεί προβλήματα. Για την Πτολεμαΐδα 5 περίπου το μισό κόστος καλύπτεται από κοινοπρακτικό δάνειο ευρωπαϊκών τραπεζών, κυρίως γερμανικών και τα υπόλοιπα τα έχει ήδη εξασφαλίσει η ΔΕΗ, επομένως δεν υπάρχει πρόβλημα χρηματοδότησης. Για τη Μελίτη 2 επίσης προχωράει η πρόταση για συνεργασία με την κινεζική εταιρεία, που θα χρηματοδοτήσει το έργο», κατέληξε ο αντιπρόεδρος του δ.σ. της ΔΕΗ.

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Αλλά τον σκότωσαν


Θανάσης Καρτερός


Το δεξιό καθεστώς τον έστησε στον τοίχο.


Όλα συγκινητικά στην εκδήλωση για τον Μπελογιάννη στην Αμαλιάδα. Και η παρουσία του Τσίπρα, του Βούτση, του Κουτσούμπα, του δημάρχου, των άλλων επισήμων, και εκατοντάδων απλών ανθρώπων. Και όσα ειπώθηκαν από τους ομιλητές για το χτες και το σήμερα. Και οι αναπόφευκτες αποχρώσεις στις προσεγγίσεις, με σεβασμό πάντα στους νεκρούς. Και η βεβαιότητα ότι «ο Μπελογιάννης ζει μες στις καρδιές μας», ή γιατί ζει το κίνημα που τον γέννησε. Κι ότι αυτό το χώμα είναι δικό του και δικό μας. Και το μουσείο, που θα θυμίζει στους νεότερους τι έγινε τότε στην Ελλάδα. Πως, και γιατί.
Σκέφτομαι, όμως με όλα αυτά, όπως και άλλοι φαντάζομαι: Αλλά τον σκότωσαν! Ξεσηκώθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι, όλος ο δημοκρατικός κόσμος, προσωπικότητες διεθνούς κύρους, από τον Ντε Γκολ μέχρι τον Πικάσο. Αλλά τον σκότωσαν. Ξεσηκώθηκαν εδώ πολιτικά κόμματα, κινήματα, πρόσωπα με δημοκρατικό κύρος, υπήρξαν αντιδράσεις στην ίδια την κυβέρνηση –που αποδείχτηκε ότι ελάχιστα κυβερνούσε. Αλλά τον σκότωσαν. Η αστυνομία κατασκεύασε τα στοιχεία, οι δικαστές και οι στρατοδίκες τα δέχτηκαν προθύμως. Και τον έστησαν στον τοίχο μαζί με τους συντρόφους του. Ως κατάσκοπο!
Το παρακράτος, οι Αμερικανοί, ο ψυχρός πόλεμος. Σωστά. Τελικώς όμως το φονικό φέρει την υπογραφή μιας παράταξης και του κράτους της. Με απόφαση της κρατικής Δικαιοσύνης, και στοιχεία των κρατικών αρχών ασφαλείας, καταδικάστηκε. Το δεξιό καθεστώς τον έστησε στον τοίχο. Και αναρωτιέμαι: Αν ο Μπελογιάννης ζει, πολιτικά, ηθικά, ιδεολογικά, οι δολοφόνοι του έχουν εκπνεύσει, πολιτικά, ηθικά, ιδεολογικά; Δεν υπάρχουν οι πολιτικοί τους απόγονοι στο κράτος, στη Δικαιοσύνη, στις σκιές της νέας εξάρτησης, στα κόμματα που συνεχίζουν την παράδοση της εθνικοφροσύνης, στις νέες συνθήκες;
Μην ξύνουμε πληγές, θα πείτε. Μην ξύνουμε, βεβαίως. Άλλη εποχή, άλλοι συσχετισμοί, άλλα μέσα. Αλλά όχι αυταπάτες! Δεν ζει μόνο ο Μπελογιάννης. Όσο ζει, με την έννοια που ζει, τόσο ζουν και οι δολοφόνοι του. Όσο εκείνος παραμένει απειλή για ένα καθεστώς αδικίας, ανομίας, εκμετάλλευσης, εξάρτησης, τόσο θα παραμένουν απειλή για τη Δημοκρατία –και για κάθε δημοκρατικό άνθρωπο-  οι δολοφόνοι του. Κι αν τα εκτελεστικά τους αποσπάσματα δεν κρατούν σήμερα τουφέκια, αλλά άλλα εργαλεία, άλλου είδους θανάτωσης, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να κάνουμε τα πάντα, για να μην ξανασκοτώσουν…

Αιχμές Δραγασάκη προς το σύστημα Στουρνάρα-Σημίτη

 Γιάννης Δραγασάκης

Τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας διατυπώνεται ένα εύλογο ερώτημα. Γιατί η Ελλάδα παραμένει ακόμα στα Μνημόνια;
Διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι τα Μνημόνια στην Ελλάδα απέτυχαν επειδή δεν εφαρμόστηκαν οι προβλεπόμενες από αυτά μεταρρυθμίσεις. Αυτό όμως είναι ανακριβές.
Όπως έδειξε μελέτη του Ινστιτούτου Bruegel, ειδικά στην περίπτωση του πρώτου Mνημονίου υλοποιήθηκε πάνω από το 80% των προβλεπομένων μεταρρυθμίσεων, ποσοστό που θεωρείται ρεκόρ σε αντίστοιχα προγράμματα. Και όμως το Πρόγραμμα απέτυχε οικτρά. Το ίδιο Ινστιτούτο ανάγει την αιτία της αποτυχίας όχι στην ανεπαρκή υλοποίηση αλλά στη λανθασμένη σύνθεση και στόχευση των μεταρρυθμίσεων. Αντί να προωθούν την ανάπτυξη ήταν αποκλειστικά προσανατολισμένες στις μισθολογικές και δημοσιονομικές περικοπές
Βεβαίως μπορεί κανείς να επισημάνει πολλούς παράγοντες. Ωστόσο η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να αναζητηθεί πρωτίστως στα ίδια τα Μνημόνια και συγκεκριμένα στην πολιτική του πρώτου και του δεύτερου Μνημονίου.
Θυμίζω ότι το πρώτο Μνημόνιο, που υιοθετήθηκε το Μάιο του 2010, προέβλεπε ότι η οικονομία θα επέστρεφε στην ανάκαμψη ήδη από το 2012, το χρέος θα γινόταν βιώσιμο και η σωρευτική ύφεση που θα προκαλούσε η δημοσιονομική προσαρμογή δε θα υπερέβαινε τις 6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, η οικονομία θα ανακτούσε τα πριν από την κρίση επίπεδα το 2015.
Σήμερα γνωρίζουμε τη δραματική διάψευση αυτών των προβλέψεων.
Με την πολιτική που εφαρμόσθηκε, αντί να αντιμετωπιστούν οι αιτίες της κρίσης αντιμετωπίστηκαν κάποια μόνο από τα συμπτώματά της και αυτό έγινε με τεράστιο κοινωνικό κόστος και με αποδυνάμωση των μακροχρόνιων δημογραφικών και αναπτυξιακών προοπτικών. Έγινε, δηλαδή, μια μετάσταση της κρίσης σε τομείς που αρχικά δεν είχαν πληγεί, διαμορφώνοντας ένα σύνολο αλληλοτροφοδοτούμενων φαύλων κύκλων.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να συμφωνήσω με ένα παραπλήσιο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η πρόσφατη 5η ενδιάμεση έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, σύμφωνα με την οποία «η Ελλάδα έχει παγιδευτεί σε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο υφεσιακό “σπιράλ”, τόσο λόγω του υψηλού και δυσβάσταχτου χρέους, όσο και λόγω της αβεβαιότητας που κυριαρχεί (ως απόρροια της κρίσης του χρέους), αλλά και του χαμηλού επιπέδου των θεσμών της χώρας» (Βουλή των Ελλήνων, Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, 5η ενδιάμεση Έκθεση, Η παγίδα του χρέους, Μάρτιος 2017, σελ. 18).
Από την κρίση στη Βιώσιμη και Δίκαιη Ανάπτυξη
Η διέξοδος λοιπόν από αυτή την πολλαπλή κρίση δεν θα γίνει με παρωχημένα νεοφιλελεύθερα κλισέ ούτε με αέναη λιτότητα. Αλλά με ένα συνολικό σχέδιο που θα σπάσει αυτό το φαύλο κύκλο αντιμετωπίζοντας τις αιτίες που τον δημιούργησαν. Η αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους , η διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος, η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύουν τη βιωσιμότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη αποτελούν κεντρικούς πυλώνες αυτού του σχεδίου.
Κρίσιμος κρίκος για τη μετάβαση από την κρίση στη Βιώσιμη και Δίκαιη ανάπτυξη είναι η έγκαιρη και συνεπής με τις ανάγκες της χώρας ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Η κυβέρνηση, έχοντας ανταποκριθεί έγκαιρα στις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αρχική συμφωνία, επιδιώκει με σταθερότητα και συνέπεια το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης με μια συνολική συμφωνία, η οποία θα επιτρέψει την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα προετοιμάσει τη χώρα για την έγκαιρη πρόσβαση στις αγορές δανεισμού και θα αποτελέσει ένα αποφασιστικό βήμα για την έγκαιρη ολοκλήρωση του Προγράμματος το καλοκαίρι του 2018.
Πολύ λόγος γίνεται για την καθυστέρηση στη διαδικασία της αξιολόγησης και στις αρνητικές συνέπειες αν αυτή παραταθεί.
Να μου επιτραπεί να πω ότι η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να ενδιαφέρεται όσο κανείς άλλος για την έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Παράλληλα, έχει διακηρύξει ότι δεν προτίθεται να δεχθεί παράλογες απαιτήσεις, που αν υιοθετούντο θα διαιώνιζαν το φαύλο κύκλο της ύφεσης και της λιτότητας με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ήδη καταπονημένη κοινωνία.
Και θα αποτελούσε πλούτο στο δημόσιο διάλογο εάν όλες οι πολιτικές δυνάμεις, αλλά και επιστημονικοί και επαγγελματικοί φορείς, λάμβαναν θέση υπεύθυνα απέναντι στα επίδικα θέματα της διαπραγμάτευσης. Σε τόσο κρίσιμες συγκυρίες η χώρα δεν έχει ανάγκη ούτε από «Πόντιους Πιλάτους» ούτε από «ουδέτερους θεατές-σχολιαστές».
Σε κάθε περίπτωση, κοινός στόχος της κυβέρνησης και των ευρωπαϊκών θεσμών είναι η τεχνική συμφωνία να έχει ολοκληρωθεί ως τις 7/4 οπότε θα απομένουν προς διευθέτηση τα αμιγώς πολιτικά θέματα του ύψους και της διάρκειας των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018, η συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, καθώς και η αποσαφήνιση της θέσης και του ρόλου του ΔΝΤ στο ελληνικό Πρόγραμμα .
Η αναγκαιότητα της μείωσης του χρέους
Ορισμένοι από τους δανειστές υποστηρίζουν ότι το χρέος δεν συνιστά σημαντικό πρόβλημα. Ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας λ.χ. επαναλαμβάνει συχνά ότι το πρόβλημα δεν είναι το χρέος αλλά οι μεταρρυθμίσεις, η ανταγωνιστικότητα, η ανάπτυξη.
Ωστόσο, ρητός στόχος του Προγράμματος που συμφωνήθηκε το καλοκαίρι του 2015 με τους δανειστές είναι η έξοδος στις αγορές έως το πρώτο εξάμηνο του 2018. Μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος αυτός χωρίς ελάφρυνση του χρέους; Η πορεία των επιτοκίων, οι απόψεις των επενδυτών αλλά και το ΔΝΤ δεν συνηγορούν υπέρ μιας καταφατικής απάντησης σε αυτό το ερώτημα. Η ελάφρυνση του χρέους συνεπώς είναι βασικός όρος για την επιτυχή ολοκλήρωση του Προγράμματος. Για αυτό υπήρξε και εξειδίκευση των αναγκαίων μέτρων στην απόφαση του Eurogroup το Μάιο του 2016.
Ακόμα, συχνά διατυπώνεται η άποψη ότι οι ευρωπαϊκές Συνθήκες δεν επιτρέπουν το «κούρεμα» του χρέους. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση δεν ταυτίζει την αναγκαία βιωσιμότητα του χρέους αποκλειστικά και μόνο με το «κούρεμά» του. Η βιωσιμότητα και η εξυπηρετησιμότητα του χρέους μπορούν να εξασφαλισθούν με επιμήκυνση των περιόδων ωρίμανσης των δανείων, με μείωση των επιτοκίων, με τη μετατροπή τους από κυμαινόμενο σε σταθερό επιτόκιο και άλλα μέσα, κάποια εκ των οποίων ήδη υλοποιούνται ή άλλα δρομολογούνται.
Αυτή βεβαίως δεν θα είναι η ριζική λύση που θα επιθυμούσαμε, μπορεί όμως να εξασφαλίσει την πρόσβαση στις αγορές δανεισμού και να μας φέρει σε μια θέση συγκρίσιμη με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με δυνατότητα για κοινή δράση για πανευρωπαϊκή λύση του προβλήματος.
Οι απόψεις, επομένως, που αρνούνται την ανάγκη μείωσης του χρέους δεν τεκμηριώνονται, είναι αυθαίρετες και ενδεχομένως υπηρετούν άλλες σκοπιμότητες. Το ίδιο αυθαίρετη είναι και η αντιπαράθεση της αναγκαίας ελάφρυνσης του χρέους προς την ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, της ανάπτυξης ή την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων.
Η μακροχρόνια απάντηση στην κρίση χρέους είναι βεβαίως η ανάπτυξη σε νέες βάσεις και η αντιμετώπιση των αιτίων που οδήγησαν στην κρίση . Όμως η ίδια η ανάπτυξη έχει ως προϋπόθεσή της τη ρύθμιση του χρέους. Ανάλογα ισχύουν και για το δίλημμα «μείωση χρέους ή μεταρρυθμίσεις». Για εμάς είναι δεδομένο ότι χωρίς βαθιές αλλαγές στην οικονομία, το κράτος και τους θεσμούς, χωρίς μεγάλες τομές και χωρίς ρήξεις με το σύστημα αντιλήψεων και συμφερόντων που μας οδήγησε στη χρεοκοπία, δεν είναι δυνατή η έξοδος από την κρίση. Η ελάφρυνση του χρέους, ώστε να γίνει βιώσιμο, δεν αντίκειται στην ανάγκη αυτή, αλλά διευκολύνει την πραγματοποίηση των αναγκαίων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων.
Η ακραία άποψη τέλος ότι το χρέος πρέπει να παραμείνει άλυτο για να λειτουργεί ως μοχλός πίεσης για την πραγματοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων αποτελεί μια επικίνδυνη, ανιστόρητη, νεοαποικιακή αντίληψη, που αν υιοθετηθεί θα μετέτρεπε τη χώρα σε αποικία χρέους και σε προτεκτοράτο και την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ένα κλαμπ κρατών-δανειστών και κρατών-υπόδουλων σ’ αυτά.
Η αναγκαιότητα και το περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων
Ενώ όμως η βιωσιμότητα του χρέους είναι βασική προϋπόθεση για την έξοδο από την κρίση, από μόνη της δεν είναι πανάκεια ούτε μπορεί να φέρει αποτελέσματα με διάρκεια αν δεν εντάσσεται σε μια στρατηγική αλλαγής του κυρίαρχου υποδείγματος που οδηγήθηκε σε κρίση και τελικά σε χρεοκοπία. Η εμμονή σε μοντέλα κρατικοδίαιτου και παρασιτικού καπιταλισμού θα οδηγήσει ξανά σε νέες κρίσεις.
Το πραγματικό δίλημμα λοιπόν δεν είναι «ναι ή όχι στις μεταρρυθμίσεις», αλλά «ναι ή όχι σε ποιές μεταρρυθμίσεις»; Με ποιό κοινωνικό πρόσημο; Με ποιά κατανομή βαρών και κερδών; Για την υλοποίηση ποιού σχεδίου και την επίτευξη ποιού σκοπού;
Ο όρος βέβαια είναι κακοποιημένος και στη συνείδηση του κόσμου έχει ταυτιστεί με περικοπές και λιτότητα. Χρειάζεται επομένως μια επανοηματοδότησή του.
Θα ήθελα να ξεχωρίσω λοιπόν τρεις αιτίες που καθιστούν αναγκαίες τις αλλαγές στην ελληνική κοινωνία ανεξάρτητα από την ονομασία που χρησιμοποιεί ο καθένας γι’ αυτές που ταυτόχρονα προσδιορίζουν και το περιεχόμενο τους:
Η πρώτη αιτία έχει να κάνει με το γεγονός ότι η κρίση που ζούμε δεν είναι κυκλικού χαρακτήρα, δεν θα ξεπεραστεί δηλαδή με μια απλή ανάκαμψη της οικονομίας. Η κρίση είναι δομική και στον πυρήνα της έχει το υπόδειγμα ανάπτυξης του παρελθόντος που δεν ήταν ούτε βιώσιμο ούτε δίκαιο. Η όποια ανάκαμψη της παραγωγής, της απασχόλησης ή των εξαγωγών δεν θα είναι βιώσιμη και διατηρήσιμη αν στηριχθεί στο προϋπάρχον παραγωγικό σύστημα. Η βιώσιμη, πόσο μάλλον η δίκαιη ανάπτυξη, απαιτεί μια νέα εθνική αναπτυξιακή στρατηγική, η οποία θα προωθήσει τις αναγκαίες δομικές αλλαγές στο παραγωγικό σύστημα, το κράτος, τον τρόπο διακυβέρνησης. Και σ’ αυτό ακριβώς αποσκοπεί η αναπτυξιακή στρατηγική που επεξεργάζεται η κυβέρνηση με στόχο να γίνει αντικείμενο ευρύτατου κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου.
Η δεύτερη αιτία έχει να κάνει με ιστορικά διαμορφωμένα θεσμικά ελλείμματα και υστερήσεις. Οι υστερήσεις και τα ελλείμματα αυτά δεν υποδηλώνουν κάποια εγγενή αδυναμία της χώρας να μεταρρυθμιστεί, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, αλλά αντανακλά δομές συμφερόντων και κοινωνικές συμμαχίες που κυριάρχησαν στο παρελθόν και που και σήμερα αντιδρούν σε προσπάθειες σχετικών αλλαγών. Ενώ σε άλλες χώρες θεσμικές και άλλες αλλαγές έγιναν προ πολλού από αστικές δυνάμεις, στην περίπτωση της Ελλάδας το αντίστοιχο σύστημα εξουσίας ταυτίστηκε με συμφέροντα που δεν επέτρεψαν τις σχετικές αλλαγές. Έτσι παραμένουν ακόμη προς επίτευξη στόχοι όπως η δημιουργία περιουσιολογίου, η ολοκλήρωση του κτηματολογίου, ο εκσυγχρονισμός της Δικαιοσύνης και γενικά της δημόσιας διοίκησης, η αποτελεσματική λειτουργία των αγορών, ο επανακαθορισμός των σχέσεων κράτους και εκκλησίας, η διαμόρφωση αποτελεσματικών μηχανισμών καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, της αδήλωτης εργασίας και της διαφθοράς κλπ.
Η τρίτη αιτία είναι τα βαθιά ρήγματα που προκάλεσε στην κοινωνία η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή και η παρατεταμένη λιτότητα που είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, την επέκταση της φτώχειας, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και των δημοσίων υπηρεσιών προς τους πολίτες, η μετανάστευση νέων, η επιδείνωση των δημογραφικών προοπτικών. Είναι συνεπώς επείγουσα ανάγκη:
Πρώτον, να μπει φραγμός σε μεταρρυθμίσεις ή μέτρα πολιτικής που επεκτείνουν τη λιτότητα και επιδεινώνουν τις ανισότητες.
Δεύτερον, όπου αυτό δεν μπορεί να αποτραπεί, να υπάρχει πρόνοια για αντίμετρα που θα αντισταθμίζουν ή θα μετριάζουν τις όποιες αρνητικές κοινωνικές συνέπειες.
Τρίτον, παρά τους όποιους δημοσιονομικούς και άλλους περιορισμούς πρέπει να υπάρξουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις, με σαφές κοινωνικό πρόσημο και στόχο την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας και συνοχής, τον περιορισμό της εκμετάλλευσης, την καταπολέμηση των ανισοτήτων και των διακρίσεων, τη δημιουργία συνθηκών ανακοπής της μετανάστευσης και ενθάρρυνσης της παλιννόστησης των νέων επιστημόνων που μετανάστευσαν. Η θεσμοθέτηση του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, η πρόσβαση στο σύστημα Υγείας των ανασφάλιστων πολιτών, οι στοχευμένες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, η επιμονή στην επιστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων και άλλες συναφείς πρωτοβουλίες της κυβέρνησης κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ξανακερδίζοντας την αυτονομία της χώρας
Παρά τις καθυστερήσεις που οφείλονται σε αποκλίνουσες απόψεις και επιδιώξεις των δανειστών, παραμένουμε εντός του αρχικού σχεδιασμού. Εφόσον η δεύτερη αξιολόγηση κλείσει με μια συνολική συμφωνία, όπως επιδιώκει η κυβέρνηση, τον Απρίλιο ή λίγο μετά τη σύνοδο του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΝΤ, τότε τα επόμενα βήματα μπορούν να επιταχυνθούν με τη συμμετοχή στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τη δοκιμαστική έξοδο στις αγορές και την επιτάχυνση της ανάκαμψης το β’ εξάμηνο το 2017 .
Ωστόσο όπως δείχνει και η διαδικασία της δεύτερης αξιολόγησης, η πορεία αυτή πρέπει να θωρακιστεί και ο χρόνος που έχει απομείνει να αξιοποιηθεί με τρόπο παραγωγικό.
Η πορεία πρέπει να θωρακισθεί διότι όπως δείχνουν οι διαμάχες σχετικά με τη δεύτερη αξιολόγηση, ενώ εμείς ορθά επικαλούμαστε το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο, υπάρχουν δυνάμεις εκτός αλλά και εντός της Ευρώπης που θέλουν να απαλλαγούν από αυτό.
Ενώ εμείς επιδιώκουμε να επιστρέψουμε στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, υπάρχουν δυνάμεις που επιδιώκουν την ανατροπή αυτής της κανονικότητας και τη μετατόπιση των εξελίξεων προς τα δεξιά.
Ενώ εμείς επιδιώκουμε την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα μας, υπάρχουν δυνάμεις που επιδιώκουν την αποδυνάμωση ή και την κατάργησή τους σε όλη την Ευρώπη.
Και για αυτό το λόγο είναι μυωπικό να αποδίδουν κάποιοι την ευθύνη για κάθε καθυστέρηση στην κυβέρνηση, και να μη βλέπουν ότι για μια ακόμα φορά η χώρα μας γίνεται πεδίο ευρύτερων αντιπαραθέσεων που αφορούν το μέλλον όχι μόνο της χώρας μας αλλά και όλης της Ευρώπης. Γεγονός που από τη μια μας δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες, από την άλλη δημιουργεί και δυνατότητες ευρύτερων συμμαχιών και συμπράξεων, δυνατότητες τις οποίες η χώρα πρέπει για πολλούς λόγους να αξιοποιεί και η σημερινή κυβέρνηση να διευρύνει όπως και να επιχειρεί.
Οι προτεραιότητες και οι στόχοι της κυβέρνησης είναι σαφείς.
Η ακραία αβεβαιότητα που τείνει να επικρατήσει στις ευρωπαϊκές και τις παγκόσμιες εξελίξεις καθώς και οι συνθήκες αστάθειας που επικρατούν στην ευρύτερη περιοχή καθιστούν κορυφαία εθνική προτεραιότητα τον τερματισμό το συντομότερο δυνατό της ειδικής επιτροπείας που έχει επιβληθεί στη χώρα. Κάθε συζήτηση για 4ο μνημόνιο είναι άστοχη και μπορεί να καταστεί επικίνδυνη. Διότι το 4ο μνημόνιο ούτε προσφέρεται ούτε αντέχεται και ευτυχώς δε θα χρειαστεί.
Εξίσου άστοχη, αν όχι κακόβουλη, είναι η καταστροφολογία που εγχώρια κέντρα αναζωπυρώνουν τελευταία. Καταστροφολογία που διαψεύστηκε εμφατικά αρκετές φορές στο παρελθόν και θα διαψευστεί και φέτος.
Κεντρικός στόχος της κυβερνητικής πολιτικής είναι η έγκαιρη ολοκλήρωση του Προγράμματος το καλοκαίρι του 2018 και ο τερματισμός του καθεστώτος της επιτροπείας. Βεβαίως, η χώρα θα παραμένει και τότε αντιμέτωπη με τους περιορισμούς του ευρωπαϊκού πλαισίου όμως θα διαθέτει τους αναγκαίους βαθμούς αυτονομίας ώστε υπό συνθήκες δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας να είναι σε θέση να σχεδιάζει το μέλλον της και να ανταποκριθεί στις όποιες προκλήσεις.
Και αυτή η αυτονομία εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου δεν μπορεί να κερδηθεί εσωτερικεύοντας την εξάρτηση αλλά υλοποιώντας μια αναπτυξιακή στρατηγική που θα μας επιτρέψει να καλύψουμε τις απώλειες και τα χάσματα που έχουν δημιουργηθεί τόσο στο εσωτερικό της κοινωνίας όσο και σε σχέση με την ευρωζώνη.

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Η κότα, το αυγό και πώς γεννιέται η ακροδεξιά


Γιάννης Κιμπουρόπουλος


Συχνά τίθεται το δίλημμα, δημοφιλές και στην Αριστερά, αν είναι η άνοδος της Ακροδεξιάς που πιέζει προς τα δεξιά τα πολιτικά συστήματα και τις κυβερνήσεις στην Ευρώπη ή, αντίστροφα, αν είναι οι πολιτικές των τελευταίων που τρέφουν την Ακροδεξιά.

Τους αναστεναγμούς ανακούφισης που ακούστηκαν κι ακόμη ακούγονται στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες από την περασμένη Τετάρτη για το αποτέλεσμα των ολλανδικών εκλογών προσωπικώς τους ακούω βερεσέ. Ποιος είναι ο «θρίαμβος» του Ρούτε, ποια είναι η «ήττα» του Βίλντερς, σε τι συνίσταται η «απάντηση στον κακής ποιότητας λαϊκισμό» (sic!) δεν το αντιλαμβάνομαι.
Κανονικά ο Μαρκ Ρούτε οφείλει ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στον Ερντογάν για την αποφυγή μιας συντριπτικής ήττας του κόμματός του, όπως αντίστοιχα ο Ερντογάν θα οφείλει να ανταποδώσει το «ευχαριστώ» στον Ρούτε αν κερδίσει τον Απρίλιο το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση που θα τον καταστήσει σουλτάνο ελέω Αλλάχ. Είναι προφανές ότι το σκηνικό της τουρκο-ολλανδικής έντασης με επίκεντρο τις απαγορεύσεις τουρκικών συγκεντρώσεων στην Ολλανδία αφαίρεσε κρίσιμες μονάδες από το ακροδεξιό κόμμα του Βίλντερς υπέρ του δεξιού κόμματος του Ρούτε.
Αλλά ταυτόχρονα κατέστησε την ισλαμοφοβική ατζέντα του πρώτου επίσημη πολιτική, διάχυτη πλέον, αν και όχι στον ίδιο βαθμό, τουλάχιστον στα 8 από τα 13 κόμματα που εκπροσωπούνται στη νέα ολλανδική Βουλή. Έτσι η πολιτική νίκη του Βίλντερς δεν κατάφερε μεν να γίνει και εκλογική, αλλά αφήνει παρακαταθήκη. Παρά την πανωλεθρία των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού, κυρίως λόγω «πασοκοποίησης» του Εργατικού (και πάλι sic!) κόμματος του Ντάισελμπλουμ, και τα υπερπροβεβλημένα κέρδη της Πράσινης Αριστεράς, πάνω από το 70% του ολλανδικού εκλογικού σώματος κινήθηκε δεξιόστροφα.
Παρά τη «μαγική εικόνα» που δημιούργησαν για το πρώτο εκλογικό τεστ του 2017 στην Ευρώπη τα διεθνή ΜΜΕ, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες και οι αγορές επιλέγοντας την επιδερμική ανάγνωση των αποτελεσμάτων, το πρόβλημα παραμένουν ο Βίλντερς και η ακροδεξιά παρακαταθήκη του. Όχι μόνο στην Ολλανδία, αλλά στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. στις οποίες η Ακροδεξιά είτε έχει συγκροτημένη, αυτόνομη πολιτική έκφραση είτε εκφράζεται εντός των συντηρητικών κομμάτων εξουσίας επηρεάζοντας στον ένα ή τον άλλο βαθμό και τις κυβερνητικές πολιτικές.
Η Λεπέν έχει κι αυτή με τον τρόπο της πετύχει ήδη μια νίκη επιβάλλοντας το δεξιό μονοπώλιο στη διεκδίκηση της προεδρικής εξουσίας, εξαφανίζοντας από το προσκήνιο τους Σοσιαλιστές και βάζοντας τους βασικούς ανθυποψηφίους της Μακρόν και Φιγιόν σε ανταγωνισμό νεοφιλελεύθερου ζήλου. Στις χώρες, Βίσεγκραντ η ρατσιστική και αντιμεταναστευτική πολιτική έχει γοητεύσει σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα, ενώ και στην ίδια τη Γερμανία η ακροδεξιά AfD δίνει το αναγκαίο άλλοθι στα χριστιανικά κόμματα της Μέρκελ για ακόμη δεξιότερη στροφή τόσο στο μεταναστευτικό όσο και στην ευρωπαϊκή πολιτική.
Συχνά τίθεται το δίλημμα, δημοφιλές και στην Αριστερά, αν είναι η άνοδος της Ακροδεξιάς που πιέζει προς τα δεξιά τα πολιτικά συστήματα και τις κυβερνήσεις στην Ευρώπη ή, αντίστροφα, αν είναι οι πολιτικές των τελευταίων που τρέφουν την Ακροδεξιά. Μοιάζει με το δίλημμα για την κότα και τ’ αυγό- ποιος γέννησε πρώτος ποιον-, αλλά οφείλει κανείς να παρατηρήσει τρία στοιχεία:
* Πρώτον, τα περισσότερα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη δεν προήλθαν από παρθενογένεση. Τα ηγετικά τους στελέχη μεταγράφηκαν από τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα. Χαρακτηριστική περίπτωση ο Ολλανδός Γκέερτ Βίλντερς, που ήταν στέλεχος του κόμματος του Ρούτε.
* Δεύτερον, ο φανατικά καταγγελλόμενος από την ευρωπαϊκή ελίτ «ευρωσκεπτικισμός» τους ελάχιστα απέχει από τον τυχοδιωκτισμό με τον οποίο οι κυβερνήσεις κολακεύουν εθνικούς ναρκισσισμούς: η Μέρκελ το «γερμανικό θαύμα», η Μέι τη βρετανική «ανεξαρτησία», ο Ολάντ το γαλλικό αυτοκρατορικό γόητρο, ο Ρούτε τον απειλούμενο «φιλελευθερισμό» της ολλανδικής κοινωνίας. Κι επειδή ουδείς εξ αυτών είναι διατεθειμένος να θυσιάσει την πρόσβασή του στην «εθνική» εξουσία εκχωρώντας περισσότερη κυριαρχία σε μια ομόσπονδη Ε.Ε., κατέληξαν να συναινέσουν στην «Ευρώπη Φρανκενστάιν» των πολλών ταχυτήτων και των παράλληλων «εθνικών στρατηγικών». Δεν τους το υπέβαλε η Ακροδεξιά. Χρησιμοποιούν την Ακροδεξιά ως άλλοθι για τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό τους.
Τρίτον, και μάλλον σημαντικότερο, η Ακροδεξιά χρησιμοποιείται ως άλλοθι για να επιταχυνθεί μονοδιάστατα η ιμπεριαλιστική- μιλιταριστική ολοκλήρωση της Ε.Ε. στα πεδία της άμυνας, της αντιμεταναστευτικής πολιτικής, της αστυνομικής επιτήρησης και της ασφάλειας, του ασύλου, στα οποία επικρατεί χαρακτηριστική διακρατική και διακομματική συναίνεση.
Πίσω από αυτές τις προτεραιότητες αξίζει να αναζητήσει κανείς όχι τόσο την αναλόγου περιεχομένου ρητορική των ακροδεξιών και ρατσιστικών δυνάμεων όσο τις πιέσεις των ευρωπαϊκών -κυρίως γερμανικών και γαλλικών- αμυντικών βιομηχανιών και του ευρύτερου νέου στρατιωτικού - βιομηχανικού συμπλέγματος, που επενδύει στη ραγδαία αναπτυσσόμενη «αγορά ασφάλειας». Και, πλειοδοσία της ακροδεξιάς ξενοφοβικής και ισλαμοφοβικής υστερίας είναι μέρος αυτής της «επένδυσης».
Ακούγοντας, λοιπόν, κανείς τον Γιούνκερ να επιχαίρει που οι Ολλανδοί «αποδοκίμασαν τον εξτρεμισμό» μπορεί να οσμιστεί τη χρησιμότητα αυτού του εξτρεμισμού στο να προστατευτεί ο εξτρεμισμός του ευρωπαϊκού ιερατείου.

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Το στίγμα της συγκυρίας

Αριστείδης Μπαλτάς
Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Αττικής

Η διαπραγμάτευση που συναρτάται με τη δεύτερη αξιολόγηση συνεχίζεται. Υπό τη συνθήκη που διεκδικεί η ελληνική πλευρά: τα υφεσιακά μέτρα - δηλαδή η παραπέρα λιτότητα- που οι δανειστές την πιέζουν να δεχθεί να αντισταθμίζονται από ελαφρύνσεις με τρόπο ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι δημοσιονομικά ουδέτερο.


Ι. Εκτός
Η διαπραγμάτευση που συναρτάται με τη δεύτερη αξιολόγηση συνεχίζεται. Υπό τη συνθήκη που διεκδικεί η ελληνική πλευρά: τα υφεσιακά μέτρα - δηλαδή η παραπέρα λιτότητα- που οι δανειστές την πιέζουν να δεχθεί να αντισταθμίζονται από ελαφρύνσεις με τρόπο ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι δημοσιονομικά ουδέτερο.
Όμως εδώ δημιουργείται μια εύλογη απορία: Αφού τα Μνημόνια επιβλήθηκαν για λόγους, υποτίθεται, καθαρά δημοσιονομικούς, τι νόημα έχει αυτή η συνθήκη και γιατί οι δανειστές φαίνεται να την αποδέχονται;
Η απορία λύνεται αν αναλογιστούμε, πρώτα απ’ όλα, ότι τα Μνημόνια δεν είχαν ποτέ τον χαρακτήρα μιας πολιτικά αδιάφορης δανειοδότησης. Αυτά συνοδεύονταν εξ αρχής από μια κατ’ ουσίαν ανεξέλεγκτη πολιτική επιτροπεία προικισμένη με τη δυνατότητα να διευρύνει τα πεδία παρέμβασής της πολύ πέρα από τα δημοσιονομικά. Αυτή η δυνατότητα άρχισε να υλοποιείται συστηματικά ιδίως μετά τις δεύτερες εκλογές. Η ούτως ή άλλως διστακτική αποδοχή της δημοσιονομικής ουδετερότητας από τους δανειστές πρέπει λοιπόν να ιδωθεί υπ’ αυτό το πρίσμα. Πρίσμα κατ’ εξοχήν πολιτικό.
Είναι προφανές ότι ο σχηματισμός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ. - Οικολόγων συνιστά μείζονα παραφωνία σε ό,τι αφορά ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Διότι η ίδια η πραγματοποιημένη δυνατότητα σχηματισμού της αποτελεί παράδειγμα για τους λαούς κατ’ αρχάς της Ευρώπης. Που μάχονται τη λιτότητα και αντιτίθενται στις βλέψεις της Γερμανίας να ηγεμονεύσει και πολιτικά την Ευρώπη. Άρα η εν λόγω κυβέρνηση έπρεπε να ανατραπεί το γρηγορότερο και κατά το δυνατόν τιμωρητικά. Όσο και αν η δημοκρατική νομιμοφάνεια απαγόρευε να λεχθεί κάτι τέτοιο ρητά και επισήμως.
Όμως η στήριξη του ελληνικού λαού, όπως φάνηκε με το δημοψήφισμα και τα αποτελέσματα των εκλογών που ακολούθησαν, απέτρεψε αυτό το ενδεχόμενο. Άρα δεν απέμενε παρά το να αρχίσει να εκδιπλώνεται η δεύτερη πάγια στρατηγική σε τέτοιες περιπτώσεις: εκείνη της αφομοίωσης. Προκειμένου να αρθεί η παραφωνία τουλάχιστον έτσι. Άλλωστε στην επιλογή μιας τέτοιας στρατηγικής συνδράμουν και τα δημοσιονομικά αποτελέσματα που πέτυχε η κυβέρνηση τον τελευταίο χρόνο και τα οποία, βέβαια, δεν μπορεί να αγνοούνται για πολύ.
Η αποδοχή λοιπόν της δημοσιονομικής ουδετερότητας από τους δανειστές μπορεί να κατανοηθεί, ισχυρίζομαι, ως συγκεκριμένη έκφραση της στρατηγικής της αφομοίωσης. Με άλλα λόγια το πραγματικό επίδικο της διαπραγμάτευσης είναι να αντιστραφεί το ταξικό πρόσημο το οποίο προσπαθεί να επιδώσει η κυβέρνηση σε κάθε μέτρο που υποχρεώνεται να λάβει ώστε οι “μεταρρυθμίσεις” που απαιτούνται να ενταχθούν στα νεοφιλελεύθερα πάγια: να ελαφρυνθεί το βάρος που επωμίζεται ο πλούτος, αφού μόνον ο πλούτος παράγει πλούτο ή, κοσμιότερα, ανάπτυξη.
Η στρατηγική της αφομοίωσης έχει ορατό στόχο: την πλήρη και ανεπιφύλακτη ανάληψη από τη μεριά της κυβέρνησης της περιβόητης “ιδιοκτησίας του προγράμματος”.
ΙΙ. Εντός
Η Ν.Δ. -και εκείνη η αντιπολίτευση που την ακολουθεί κατά πόδας- έχει από καιρό αναλάβει ασμένως την “ιδιοκτησία του προγράμματος”. Αλλά δεν δείχνει να έχει καταλάβει τίποτε από τη στρατηγική της αφομοίωσης. Μαζί με τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα που, για δικούς τους λόγους, την προτρέπουν και την καθοδηγούν, βρίσκεται, ως συνήθως, σε υστέρηση φάσης σχετικά με όσα συμβαίνουν εις Εσπερίαν. Εμφανίζεται, δηλαδή, να διεκδικεί εδώ και τώρα την ανατροπή, χωρίς να προσμετρά ότι ο αφόρητος και κενός θόρυβος που προξενεί μάλλον τείνει να συσπειρώνει τις δυνάμεις της κυβέρνησης.
Ωστόσο, πίσω από το πολιτικό προσκήνιο, οι ιθαγενείς δυνάμεις της αφομοίωσης έχουν αρχίσει να βρίσκουν τα μονοπάτια τους. Η μικρή ή μεγαλύτερη ιδιοτέλεια, ο διαγκωνισμός για μια θέση σχετικής εξουσίας, η «ευμενής» μεταχείριση, η αδιαφορία για το νόμιμο αίτημα, η έμπρακτη εξάλειψη κριτηρίων, η ανοχή στο «για πάρτη μου», ακόμη και μια μικρομεσαία, τουλάχιστον, διαφθορά έχουν αρχίσει να ανακαλύπτουν τρόπους να κρύβονται πίσω από έναν βιαστικό βολονταρισμό και έναν κακώς εννοούμενο «ρεαλισμό» που επικαλείται υπερβολικά εύκολα τις δουλείες της διακυβέρνησης.
Και αυτό είναι το άλλο μεγάλο επίδικο των καιρών. Διότι, αν τα αντίστοιχα φαινόμενα δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως και αποτελεσματικά, αλλά αφεθούν να επεκταθούν, τότε η αφομοίωση θα έχει συντελεστεί αθόρυβα εκ των κάτω και θα απομένει μόνον η τυπική πολιτική της επικύρωση.
Τη μορφή πολιτικής επικύρωσης τέτοιων φαινομένων τη γνωρίζουμε καλά από την εμπειρία που έχει συσσωρευθεί. Αφομοίωση ειδικά στα καθ’ ημάς σημαίνει αποδοχή της ένταξης στο σύστημα διακυβέρνησης -δηλαδή κατανομής εξουσιών- που έχει εγκαθιδρύσει κοινωνικά και νομιμοποιήσει πολιτικά ο δικομματισμός.
Πρόκειται για άδηλες μορφές κοινωνικής δικτύωσης που επιτρέπουν να εναλλάσσονται γαλάζιοι και πράσινοι «φρουροί» της κυβερνητικής εξουσίας, υπό τον όρο η εναλλαγή τους να μην ταράζει πολύ τις παγιωμένες ισορροπίες ισχύος, εκείνες που εξασφαλίζουν την εύλογη μοιρασιά κάτω από το τραπέζι του πολιτικού και οικονομικού μπακλαβά. Δηλαδή την αναπαραγωγή του συστήματος διακυβέρνησης. Τούτα έγιναν φανερά τοις πάσι όταν, τη στιγμή που χρειάστηκε, η κατάτμηση του μπακλαβά απέκτησε σχεδόν επισήμως ρητή αριθμητική έκφραση: 4-2-1.
Η υστέρηση φάσης της Ν.Δ. και εκείνων που την ακολουθούν μπορεί έτσι να εξηγηθεί. Γι’ αυτούς η κυβέρνηση ΣΥΡIΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ. - Οικολόγων συνιστά τον παρείσακτο που πρέπει να εξοβελιστεί πάραυτα και πάση θυσία επειδή, όπως τουλάχιστον διακηρύσσουν όλα τα στελέχη της, δεν θέλει να έχει τίποτε να κάνει με μπακλαβάδες και μοιρασιές, δηλαδή με ολόκληρο το εμπεδωμένο σύστημα διακυβέρνησης.
Με την ίδια αναπνοή εκφράζεται και ο ανεξάλειπτος ιστορικός φόβος απέναντι στην Αριστερά και το κατακτημένο σε χαλεπούς καιρούς «ηθικό πλεονέκτημά της». (Το οποίο, βέβαια, δεν διακηρύσσεται. Κερδίζεται αθόρυβα και συστηματικά, μέρα με τη μέρα και πράξη την πράξη). Να προσθέσω απλώς ότι ο τοίχος που συναντούν οι ηγέτες της αντιπολίτευσης όταν επισκέπτονται την Ευρώπη μάλλον οφείλεται στο ότι οι σοβαρότερες τουλάχιστον χώρες της δεν καθετοποιούν τις μοιρασιές με τέτοιους πρωτότυπους τρόπους. Δηλαδή δεν εννοούν την αφομοίωση έτσι.
ΙΙΙ. Εμείς
Δύο λοιπόν είναι τα κύρια επίδικα κατά την τρέχουσα συγκυρία. Το πρώτο είναι η λήξη της διαπραγμάτευσης με τρόπο που να προστατεύεται στο μέτρο του εφικτού το ταξικό πρόσημο που διεκδικούμε. Εδώ βρίσκεται το κύριο πεδίο αντίστασης στη στρατηγική της αφομοίωσης που ακολουθούν οι δανειστές. Και εδώ οφείλουμε να ενισχύουμε συνεχώς τα πολλά ισχυρά επιχειρήματα και όλα τα όπλα, κυρίως «άυλα», που διαθέτουμε (γεωπολιτικά δεδομένα, ανάγκη σταθερότητας στην περιοχή, νέες πολιτικές ισορροπίες στην Ευρώπη και στον κόσμο κ.λπ.). Αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι το επίμαχο για τους δανειστές έχει κυρίως συμβολική, δηλαδή πολιτική, αξία και πολύ λιγότερο καθαυτό οικονομική.
Μεγάλο ρόλο μπορεί να παίξει εδώ η επιθετική εκλαΐκευση: μολονότι το ταξικό πρόσημο που διεκδικούμε αφορά ευθέως τους πολλούς, είναι οι λίγοι που παραπληροφορούν και φωνασκούν μέχρι κορεσμού. Η αδιαμεσολάβητη φωνή των πολλών μπορεί να ενισχύσει καθοριστικά τις προσπάθειες της κυβέρνησης.
Το δεύτερο επίδικο αφορά τις ιθαγενείς διαδικασίες αφομοίωσης και άρα τον τρόπο διακυβέρνησης. Και εδώ πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα. Διότι, αν η ανατροπή συνιστά συμβάν, που γίνεται μια κι έξω αισθητό απ’ όλους, η αφομοίωση ανάγεται σε ένα αδιόρατο διαρκές γλίστρημα όπου κάποτε συνειδητοποιείς ότι έχεις ήδη βρεθεί εκεί όπου, ξεκινώντας, δεν ήθελες καθόλου να φτάσεις.
Η αντίσταση εδώ συνεπάγεται έναν δημόσιο λόγο ειλικρινή και καθαρό που θα αποφεύγει να υπερτονίζει επιτυχίες για να συγκαλύψει δυσκολίες. Όπως και πολιτικές και διοικητικές συμπεριφορές σταθερές και λελογισμένα αυστηρές, σε μόνιμη εγρήγορση, που θα καλλιεργούν παράλληλα εκείνο το κλίμα εμπιστοσύνης που θα αναδεικνύει τη διάθεση προσφοράς και το αίτημα συμμετοχής στις προσπάθειες να εξαλειφθούν φαινόμενα σαν τα παραπάνω, χωρίς κομματικά φίλτρα, προτιμήσεις συμφέροντος, ουρές ή ανταλλάγματα.
Για να το πούμε με την πολυχρησιμοποιημένη φράση, το επίμαχο εδώ είναι να μην γίνουμε, να μην γινόμαστε και να μην φαίνεται πως γινόμαστε ίδιοι με τους άλλους.
Ειδικά για τούτη τη χώρα, στις παρούσες συνθήκες, μόνον έτσι μπορεί να αρχίσει να οικοδομείται επιτόπου η προοπτική της ηγεμονίας. Χωρίς να κατασκευάζουμε αντιπάλους εκ του μηδενός, χωρίς άκαιρες διαιρετικές τομές ή απόπειρες εκβιασμού συμμαχιών, με υπομονή, κριτική διάθεση και σταθερότητα. Και βεβαίως με την επίγνωση ότι στην προοπτική της ηγεμονίας είμαστε υποχρεωμένοι να μετασχηματίσουμε όχι μόνον τους εαυτούς μας, αλλά και τους συμμάχους μας και τους αντιπάλους μας.
Στη σύνθετη μάχη που διεξάγουμε τίποτε δεν έχει χαθεί. Τουλάχιστον ακόμη.
 Και αν το πρώτο επίδικο, η έκβαση της διαπραγμάτευσης, δεν εξαρτάται μόνο από εμάς, το δεύτερο, ο τρόπος διακυβέρνησης, είναι αποκλειστικά δική μας ευθύνη. Με άλλα λόγια, εδώ είτε μπορούμε να νικήσουμε είτε, ως νέος συλλογικός Οιδίπους, να βγάλουμε μόνοι μας τα μάτια μας.

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Οι "θέσεις" για το 20ο Συνέδριο του ΚΚΕ: Πολλά βήματα πίσω κανένα μπροστά

 Τάσος Τρίκκας

Οι “Θέσεις”, πλήρεις βεβαιοτήτων για τις “αλήθειες” που εκφράζουν, αποκαλύπτουν όμως και κάποιες “αδυναμίες”. Αλλά για τις αδυναμίες ευθύνεται η βάση -οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες που δουλεύουν στις οργανώσεις και δεν “αφομοιώνουν τη γραμμή”
“Η επικείμενη επανάσταση των εργατών και αγροτών στην Ελλάδα θα έχει αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα με τάσεις γρήγορης μετατροπής σε προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση”. Έτσι αποφάνθηκε η 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ (Γενάρης 1934) τερματίζοντας μια μακρόχρονη συζήτηση για τον χαρακτήρα της “επικείμενης” επανάστασης, που κυριάρχησε στο κόμμα από την ίδρυσή του (Νοέμβρης 1918).
Από τότε δεν αμφισβητήθηκε η εφαρμογή της λενινιστικής έμπνευσης “Θεωρίας των σταδίων”. Η χώρα μας βρισκόταν ακόμα στο “αστικοδημοκρατικό στάδιο” και αυτό καθόρισε τον αντίστοιχο χαρακτήρα της επανάστασης, κάθε άλλο παρά “επικείμενης” βέβαια. Ώσπου να 'ρθει, το 1949, ένας άλλος Γενάρης, και σε μια άλλη (οδυνηρή) Ολομέλεια, τη γνωστή 5η, να διακηρύξει ο Νίκος Ζαχαριάδης ότι “οι εσωτερικές συνθήκες είχαν αλλάξει” (στα βουνά μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος) και η επανάσταση απέκτησε άλλο χαρακτήρα: τον σοσιαλιστικό.
Συγκλονιστικά γεγονότα μεσολάβησαν στην Ελλάδα και τον πλανήτη έως τον χρόνο που διανύουμε, το 2017. Εκατό χρόνια πέρασαν από τη μεγάλη σοσιαλιστική Οκτωβριανή Επανάσταση. Διαβάζουμε τώρα στις “Θέσεις για το 20ό Συνέδριο” του ΚΚΕ, που έχει οριστεί για εφέτος τον Μάρτιο: Η Λαϊκή Συμμαχία (το ΠΑΜΕ και οι συναφείς οργανώσεις), στην οποία “πρωτοπόρο ρόλο έχει το ΚΚΕ, αγωνίζεται για την κατάκτηση της εργατικής λαϊκής εξουσίας. Για το ΚΚΕ η νέα εξουσία ταυτίζεται με την εργατική εξουσία, τη σοσιαλιστική, που ο επιστημονικός σοσιαλισμός την προσδιόρισε ως δικτατορία του προλεταριάτου, η οποία αποτελεί τον αντίποδα της δικτατορίας της αστικής τάξης, του αστικού κράτους”.
Νάτο λοιπόν! 67 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου και την τελευταία κήρυξή της, η σοσιαλιστική επανάσταση επανεμφανίζεται αιφνιδίως, και μάλιστα όχι μόνη της (όπως επί Ζαχαριάδη), αλλά συνοδευόμενη από τη δικτατορία του προλεταριάτου, κατά την επιταγή του επιστημονικού (σοσιαλιστικού) λόγου! (Θαυμάστε την κομψότητα της διατύπωσης).
Ακολουθεί στο κείμενο των “Θέσεων” λεπτομερής περιγραφή των έργων που θα επιτελέσει η δικτατορία του προλεταριάτου καθώς και αναλυτικός κατάλογος εκείνων που θα τα απολαύσουν: “Κατάργηση των μονοπωλίων, σε τελική ανάλυση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, ανατροπή της εξουσίας της”. Θα ωφεληθούν “οι φτωχοί αγρότες, οι αυτοαπασχολούμενοι στο εμπόριο και τη βιοτεχνία, στον επισιτισμό και τον τουρισμό, στις επισκευές, στον καθαρισμό, στον καλλωπισμό κ.λπ.”. Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι, τα βιομηχανικά, εμπορικά μονοπώλια, οι τράπεζες, η φορολογία του κράτους...”.
Αλλά διατυπώνονται λεπτομερειακά και οι πολιτικές προδιαγραφές του στρατηγικού στόχου του Περισσού. Εν πρώτοις το “επαναστατικό υποκείμενο”, δηλαδή το “θεωρητικό πλάσμα” (κατά το “πλάσμα δικαίου” των αστών νομοδιδασκάλων). Η Λαϊκή Συμμαχία που μόνο Συμμαχία δεν είναι.
Οι “Θέσεις” προσπαθούν να θεωρητικοποιήσουν και να εξηγήσουν σε φλύαρες παραγράφους κάτι που “η ζωή το έδειξε” (όπως έλεγαν οι παλιοί αυθεντικοί κομμουνιστές) - ένα “κατασκεύασμα”. Βαφτίζουν “συμμαχία” την ενότητα του ΚΚΕ με τον εαυτό του. Η πολιτική συμμαχιών, από τα πιο βασικά στοιχεία της στρατηγικής ενός επαναστατικού κόμματος, απουσιάζει από το κείμενο των “Θέσεων”.
Τονίζεται ότι η Λαϊκή Συμμαχία οριοθετείται “από μια ορισμένη μορφή διαμόρφωσης με τη δράση σε κοινό πλαίσιο του ΠΑΜΕ, ΠΑΣΕΒΕ, ΟΓΕ κ.λπ.”. Δεν πάει πιο πέρα. “Οικοδομείται ‘από τα κάτω’”. “Εξελίσσεται ανοδικά ως διαδικασία ωρίμανσης της συνείδησης...”.
Το “κατασκεύασμα” είναι απολίτικο: Η πολιτική ξορκίζεται με τον απήγανο. Η Λαϊκή Συμμαχία δεν έχει ορισμό. Το περιεχόμενό της αποτελείται από μια μακροσκελή περιγραφή βολονταριστικών στόχων: “Η πάλη της κατευθύνεται στην κατάκτηση της εργατικής λαϊκής εξουσίας. Εκφράζει (θέλει να εκφράζει...) τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Των μισοπρολεταρίων (νεολογισμός), των φτωχών αυτοαπασχολούμενων και αγροτών... κ.λπ.,κ.λπ.”.
Προσοχή! “Δεν αποτελεί συμμαχία πολιτικών κομμάτων”. Ποτέ! Όχι μόνο με κόμματα που υπάρχουν σήμερα, αλλά και με κόμματα που μπορεί να δημιουργηθούν στο μέλλον. “Το ΚΚΕ” -εδώ βγαίνει ανοιχτά η ψυχή της Λαϊκής Συμμαχίας- “δεν μπορεί να κάνει καμία πολιτική συνεργασία με αυτές τις πολιτικές δυνάμεις ούτε σε περίοδο συγκέντρωσης δυνάμεων ούτε σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης”. Ούτε με δυνάμεις που “υιοθετούν συνθήματα φιλολαϊκά”, αλλά “η πρότασή τους για το πρόβλημα της εξουσίας είναι ενταγμένη στα πλαίσια της διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή με τη μια ή την άλλη μορφή υιοθετούν στάδιο μεταξύ της αστικής και της εργατικής εξουσίας”.
Τέλος! Αυτό κι αν δεν είναι ρεβιζιονισμός (αλλά δεν το λέμε έτσι). Ένα από τα πολύχρονα ιερά δόγματα του κομμουνιστικού κινήματος, η αστικοδημοκρατική επανάσταση, εκβάλλεται εις το πυρ το εξώτερον! Και έπειτα η συνέχεια της αποπολιτικοποίησης. 
Το ΚΚΕ κατεβαίνει αυτοτελώς στις εκλογές και δεν κάνει εκλογικές συνεργασίες με κόμματα (δέχεται μόνο κάποιους συνεργαζόμενους στα ψηφοδέλτιά του).
Αλλά η “Λαϊκή Συμμαχία”, “ως συμμαχία των πιο ριζοσπαστικών πολιτικοποιημένων τμημάτων του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήματος και των συμμάχων του, των οργανώσεων της νεολαίας και των γυναικών, ως συμμαχία με στόχο να προσελκύσει την ευρύτερη συσπείρωση νέων μαζών, δεν παίρνει μέρος στις εθνικές και τοπικές εκλογές, στις ευρωεκλογές, σε δημοψηφίσματα”.
Δηλαδή, όταν έρθουν οι εκλογές, ΚΚΕ και Λαϊκή Συμμαχία, ένα σώμα με μία ψυχή, θα κοπούν σε φέτες όπως το σαλάμι -οι μεν για τις εκλογές, οι δε για τα υπόλοιπα. Εκτός αν οι λόγοι είναι ιδεολογικοί: να διαφυλαχθεί η παρθενικότητα του εργατικού, συνδικαλιστικού κινήματος και των νέων μαζών και να ενταθεί η αποπολιτικοποίηση του Περισσού.
Τα αποκαλυπτήρια της Λαϊκής Συμμαχίας στις “Θέσεις” έχουν συνέχεια. Επιτρέπουν μια πρόγευση της “λαϊκής εξουσίας” και του δικού της κώδικα νοηματοδότησης, που πρέπει -σ’ αυτήν την πεποίθηση στηρίζονται- να διαφέρει, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.
“Για τη Λαϊκή Συμμαχία”, τονίζουν οι “Θέσεις”, “οι έννοιες δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία, ιμπεριαλισμός, ιμπεριαλιστικός πόλεμος έχουν βαθύτερο ταξικό περιεχόμενο”. Τι θα πουν όλα αυτά; Υπάρχει και ελαφρύτερος, αταξικός ιμπεριαλισμός; Για την ισότητα δεν συζητούμε, γιατί η Λαϊκή Συμμαχία ξεχωρίζει τις “εργατικές και λαϊκές δυνάμεις με χαμηλή πολιτική πείρα” από τις υπόλοιπες λαϊκές δυνάμεις. Οι πρώτες είναι προφανώς “λιγότερο ίσες”.
Οι “Θέσεις”, πλήρεις βεβαιοτήτων για τις “αλήθειες” που εκφράζουν, αποκαλύπτουν όμως και κάποιες “αδυναμίες”. Αλλά για τις αδυναμίες ευθύνεται η βάση -οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες που δουλεύουν στις οργανώσεις και δεν “αφομοιώνουν τη γραμμή”. “Αυτές οι υποκειμενικές αδυναμίες”, τονίζεται, “αναδεικνύουν τη λειψή κατανόηση της στρατηγικής σημασίας κοινωνικής συμμαχίας, αλλά και υποτίμηση της συνθετότητας και δυσκολίας του συγκεκριμένου καθήκοντος”.
Πάλι καλά όμως! Αναγνωρίζονται και ελαφρυντικά γι’ αυτές τις “υποκειμενικές αδυναμίες” των μελών του ΚΚΕ και της Λαϊκής Συμμαχίας. Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που φταίει τελικά. Είχε “τη μεγαλύτερη δυνατότητα χειραγώγησης εργατικών - λαϊκών δυνάμεων... Αξιοποίησε αντιλήψεις προηγούμενων περιόδων που παραμένουν στη συνείδηση πλατιών εργατικών - λαϊκών μαζών. Οι αντιλήψεις αυτές αφορούν το χαρακτήρα των αγώνων, τον ρόλο του αστικού κοινοβουλίου και της αστικής δημοκρατίας, τον ρόλο των ξένων δυνάμεων...”.
Για φανταστείτε! Κακόμαθαν οι εργαζόμενοι και η νεολαία με τους αγώνες τους εναντίον του Ιουλιανού πραξικοπήματος και με την αντίσταση κατά της δικτατορίας. Έγιναν ευάλωτοι. Έτσι απέκτησαν αδυναμίες και το ΚΚΕ έχασε 320.000 ψήφους στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 Ο “Ριζοσπάστης” έχει “χαμηλή κυκλοφορία, πολύ πίσω από τις πραγματικές δυνατότητες, και η πτωτική τάση συνεχίζεται”. Το ίδιο και η ΚΟΜΕΠ.
Φυσικά ο σατανικός ΣΥΡΙΖΑ είναι πίσω από αυτά, επειδή έχει “την ικανότητα να αμβλύνει τις λαϊκές αντιστάσεις, να ενσωματώνει στο σύστημα, να αποπροσανατολίζει, να εξαπατά μαζικά και επαναλαμβανόμενα τα λαϊκά στρώματα. (...) Ιδιαίτερα επικίνδυνη είναι η τακτική της κυβέρνησης να καπηλεύεται χυδαία την ιστορία και τους αγώνες του εργατικού λαϊκού κινήματος, να εμφανίζεται ως περίπου κομμουνιστική δύναμη...”.
Τι να πει κανείς! Κατ' αρχήν, έτσι “θα ισχυροποιηθεί το ΚΚΕ” και οι οργανώσεις του θα “ατσαλωθούν” και θα γίνουν “παντός καιρού”; Εδώ οι “Θέσεις” παίρνουν διαζύγιο από τη διαλεκτική. “Παντός καιρού”, δηλαδή αναλλοίωτες, ίδιες, χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις. Ο Λένιν ονόμαζε τη διδασκαλία για τις αντιφάσεις “πυρήνα” της μαρξιστικής διαλεκτικής. “Η ανάπτυξη είναι πάλη των αντιθέσεων” τόνιζε.
Φαντάζεστε ένα επαναστατικό κόμμα που δεν αναπτύσσεται; Αν δεν υπήρχαν εσωτερικές αντιφάσεις στα αντικείμενα και στα φαινόμενα, τότε αυτά θα έμεναν ταυτόσημα με τον εαυτό τους, αμετάβλητα. Θα ήταν αδύνατη η ανάπτυξη, η ποιοτική αλλαγή, όλα θα βρίσκονταν σε κατάσταση στασιμότητας. “Κόμμα παντός καιρού” -αυτή είναι η εικόνα της κατάστασης στασιμότητας. Ένας βράχος ακινησίας, το πολύ - πολύ κατάλληλος για άμυνα.
Αλλά η επανάσταση που επαγγέλλονται οι “Θέσεις” είναι πρώτα απ’ όλα κίνηση εκτίναξης προς τα εμπρός: επίθεση. Οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες που έχουν εγκλωβιστεί στο γκέτο των οργανώσεων του ΚΚΕ πώς είναι δυνατόν να εμπνευστούν και να ωφεληθούν στους αγώνες τους από ένα κείμενο όπως αυτό των “Θέσεων”; Ωστόσο δεν μπορούμε παρά να τους απευθύνουμε συντροφικές ευχές για επιτυχία στο Συνέδριό τους.

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Νεοδημοκρατικός λαϊκισμός

Ράνια Αντωνοπούλου, αν. υπουργός Εργασίας


Ο αντιπολιτευτικός λόγος που εκφέρουν τα στελέχη της Ν.Δ. σε μια περίοδο κρίσιμων διαπραγματεύσεων για τη χώρα με τους θεσμούς όχι μόνο παραπλανά τους πολίτες με υποκριτικές και ανεύθυνες σοφιστείες, αλλά ταυτόχρονα είναι και επικίνδυνος καθώς αποσταθεροποιεί τη θέση της κυβέρνησης στην προσπάθεια που καταβάλλει για την επίτευξη μιας κοινωνικά δίκαιης συμφωνίας με τους εταίρους και δανειστές.


Από τη μία ισχυρίζονται ότι καμία συμφωνία (πολιτική ή τεχνική) δεν υπάρχει, αλλά την ίδια στιγμή διακηρύσσουν πως η κυβέρνηση συμφώνησε σε όλα. Εύχονται τη συντομότερη δυνατή ολοκλήρωση της αξιολόγησης λέγοντας ότι σε αντίθετη περίπτωση τα αποτελέσματα θα είναι ολέθρια για την ελληνική οικονομία, αλλά συγχρόνως δηλώνουν ότι δεν θα ψηφίσουν τα μέτρα γιατί, όπως ισχυρίζονται, εγκλωβίζουν τη χώρα σε μακροχρόνια λιτότητα χωρίς αποτέλεσμα.
Με περισσό θράσος δε η αξιωματική αντιπολίτευση οικοδομεί ένα αφήγημα που αν μη τι άλλο επιδεικνύει παντελή απουσία συλλογικής πολιτικής μνήμης και σίγουρα υποτιμά τη νοημοσύνη των Ελλήνων πολιτών. Οι κύριοι της Ν.Δ. μιλούν σαν να μην κυβέρνησαν μέχρι πρόσφατα οι ίδιοι, σαν να μην ευθύνονται για τον υπερδανεισμό της χώρας, σαν να μην υπέγραψαν Μνημόνια που δέσμευσαν τη χώρα και, τελικά, σαν να μην εφάρμοσαν τα προηγούμενα χρόνια ένα μείγμα μέτρων που οδήγησε την οικονομία και την κοινωνία στα βράχια.
Περί λιτότητας: Το αφήγημα της Ν.Δ. βασίζεται στην καταγγελία των συμφωνιών της κυβέρνησης (που δεν έχουν ολοκληρωθεί) περί δέσμευσης της χώρας σε διαρκή λιτότητα και σε δεκαετή ή δεκαπενταετή πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%, όταν η κυβέρνηση Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ το 2014 είχε δεσμεύσει τους Έλληνες πολίτες σε πρωτογενή πλεονάσματα 4,5% έως το 2016 και 4,3% έως το 2020 (βλ “Request of exceptional access under the 2012 extended arrangement”, country report 12/57, IMF)! Ισχύει αυτό ή όχι, κύριοι και κυρίες της Ν.Δ.;
Από αυτή τη μέγγενη προσπαθεί η κυβέρνησή μας να ελευθερώσει τη χώρα, αναδιαπραγματευόμενη το χρέος και την αποπληρωμή του. Ακόμα και με πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% έως το 2020, η κυβέρνηση εξοικονομεί για την περίοδο 2015-2020 πλεονάσματα ύψους 14 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ συγκριτικά με όσα είχε δεσμευτεί να επιβάλει στον ελληνικό λαό η Ν.Δ. Αυτή η διαφορά αντιστοιχεί σε 26 δισ. λιγότερα μέτρα (βλ. πίνακα 1).
Περί αξιοπιστίας: Το αφήγημα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι η Ν.Δ. θα διαπραγματευόταν καλύτερα από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ., λόγω της μεταρρυθμιστικής ικανότητας και αξιοπιστίας που υποτίθεται ότι διαθέτει. Για τις δήθεν μεταρρυθμιστικές ικανότητες της Ν.Δ. ενδεικτική είναι η πρόσφατη δήλωση του Γερμανού υφυπουργού Οικονομικών Γενς Σπαν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ. υλοποίησε περισσότερες μεταρρυθμίσεις από κάθε προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση.
Άλλωστε η πορεία των μεταρρυθμίσεων επί Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ αξιολογήθηκε στην τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, όπου γίνεται ρητή αναφορά στην αποτυχία εφαρμογής του δεύτερου Μνημονίου (παράγρ. 22, Greece, IMF Country Report No. 17/44, February 2017). Παρ’ όλα αυτά, οι κύριοι της Ν.Δ. υποστηρίζουν ότι διαθέτουν πλεόνασμα αξιοπιστίας και συνεπώς πρέπει να προχωρήσουμε σε εκλογές, διότι μόνο εκείνοι μπορούν να πραγματοποιήσουν μεταρρυθμίσεις.
Περί μείγματος πολιτικής: Το αφήγημα της Ν.Δ. είναι ότι μόνο εκείνοι μπορούν να φέρουν επενδύσεις και ανάπτυξη. Ας δούμε λοιπόν, αντικειμενικά, τι έγινε με τα μέτρα επί Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ και επί ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ. Με βάση τον παρακάτω πίνακα (Πίνακας 2) που συγκρίνει τις μέσες ετήσιες επιδόσεις των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ - Ν.Δ. της εξαετίας 2008-2014 με τις αντίστοιχες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ. της διετίας 2014-2016 συνάγονται τα εξής:
Το ΑΕΠ επί Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ υποχωρούσε κάθε χρόνο κατά 4,6% ενώ με τη σημερινή κυβέρνηση σταθεροποιήθηκε και το 2017 προβλέπεται να ανακάμψει.
* Είχαμε αποεπένδυση της τάξης του 15,3% κάθε χρόνο την πρώτη εξαετία ΠΑΣΟΚ - Ν.Δ. ενώ τη διετία ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ. είχαμε επενδυτική επέκταση 1,6% ετησίως.
Οι εξαγωγές αντίστοιχα μειώθηκαν την πρώτη εξαετία 1% ετησίως, ενώ αυξήθηκαν κατά 1,2% την τελευταία διετία.
* Η ιδιωτική κατανάλωση μειωνόταν ετησίως 4,7% επί ΠΑΣΟΚ - Ν.Δ., ενώ σταθεροποιήθηκε και αυξήθηκε οριακά, 0,3% επί ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ.
* Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε 8,7% ετησίως επί ΠΑΣΟΚ - Ν.Δ., ενώ μειώθηκε οριακά 0,1% ετησίως επί ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ.
* Η ανεργία αυξανόταν ετησίως κατά 22,6% επί διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ - Ν.Δ., ενώ μειώνεται ετησίως κατά 6% επί ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ. Η δε εκτίναξη της μερικής απασχόλησης κατά 20% και η μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% είναι επίτευγμα του 2012-2014 και σίγουρα όχι των ημερών μας.
Τα συμπεράσματα δικά σας. Όμως το δίλημμα για τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξακολουθεί να υφίσταται: Η Ν.Δ. θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων ή θα συνεχίσει τις «τσάμπα μαγκιές» επιμένοντας στη στείρα καταστροφολογική ρητορική;

Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Δημόσιο: Επειδή «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα»...


Kst


Η προειδοποίηση του πρωθυπουργού (και προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ) προς τους «πονηρούς», σε αυτή τη φάση, θα έχει ουσία, αν την πάρουν πάνω τους οι αριστεροί και οι αριστερές και κατορθώσουν να κινητοποιήσουν σε αυτή την κατεύθυνση τα τίμια στοιχεία εντός του κρατικού μηχανισμού.

Η αριστερά, γενικά, δεν κινδυνεύει να χάσει το «ηθικό πλεονέκτημα» γιατί αυτό είναι και στοιχείο της ταυτότητας, της, αν το χάσει παύει να είναι «αριστερά». Ο υπαρκτός όμως κίνδυνος είναι, διαχειριζόμενη έναν κρατικό μηχανισμό ο οποίος ΔΕΝ είναι δομημένος και στη λογική της «ηθικής στάσης», να πάθει αυτό που παθαίνει, κατά πως λέει και ο λαός μας, «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα»...
Για να προφυλαχτεί από αυτόν τον κίνδυνο, δεν είναι αρκετές μόνο οι επιδιώξεις. Δεν είναι καν αρκετή η δήλωση του πρωθυπουργού στην προηγούμενη σύνοδο της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, για όσους σκέφτονται ή επιδιώκουν να αποκτήσουν ή να εκμεταλλευτούν προνόμια.
Ο κρατικός μηχανισμός είναι διαρθρωμένος με τέτοιο τρόπο που να δίνει προνόμια σε όσους συμμετέχουν στα ανώτερα κλιμάκιά του. Δεν μιλάμε εδώ μόνο για την ιεραρχία της διοίκησης, κρατικός μηχανισμός με την ευρεία έννοια είναι το σύνολο των δομών που ελέγχονται ή εποπτεύονται από το κράτος. Αρκετές φορές, όπως φαίνεται να συμβαίνει με την περίπτωση μερικών ΔΕΚΟ, αυτά τα προνόμια είναι είτε μισθολογικά, είτε συνταξιοδοτικά, είτε άλλα τέτοιου είδους που οι «εσωτερικοί μηχανισμοί» τους τα γνωρίζουν πολύ καλά.
Είναι γνωστό εξάλλου ότι μέρος της  διαδικασίας αναπαραγωγής  αυτών των εσωτερικών μηχανισμών, εντός της διοίκησης, αλλά και στις ΔΕΚΟ, είναι  η «διαχείριση των προνομίων», με άλλα λόγια η μεταφορά «της γνώσης» για την ύπαρξή τους στις κάθε φορά νέες διοικήσεις. «Κρυφά ταμεία»«καλοί προμηθευτές», «παράξενες ρυθμίσεις που ανασύρονται σε κάποια δύσκολη στιγμή» είναι μερικές μόνο από τις «γνώσεις» των οποίων τα κλειδιά κρατούν οι «εσωτερικοί μηχανισμοί» προκειμένου να κάνουν τους εαυτούς τους απαραίτητους.
Αυτά τα «προνόμια» καθ' όλα νόμιμα τις περισσότερες φορές, άλλα και αρκετά που ξεπερνούν ακόμα και τα στάνταρντ της αστικής νομιμότητας καθώς και οι μηχανισμοί «φορείς» τους, είναι που αν δεν ξηλωθούν, θα αποτελούν πάντα τη θρυαλλίδα που θα είναι ικανή να τινάξει στον αέρα το «ηθικό πλεονέκτημα», όχι της αριστεράς, αλλά της αριστερής κυβέρνησης.
Σε αυτές τις συνθήκες,  δεν είναι περίεργο που κάποιοι, ελάχιστοι, που το τελευταίο διάστημα «είδαν φως και μπήκαν» και ενδεχομένως μερικοί από αυτούς να κατέλαβαν και θέσεις στον κυβερνητικό και κρατικό μηχανισμό, να είναι οι πρώτοι που θα τρέξουν να κάνουν χρήση τους.
Για τους αριστερούς και τις αριστερές, το «ξήλωμα» αυτών των προνομίων και αυτών των μηχανισμών, εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να είναι δουλειά μόνο της κυβέρνησης. Διαβάζοντας κανείς το άρθρο του Κ. Δουζίνα «κράτος και αριστερά», αντιλαμβάνεται αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα σήμερα: Η κυβέρνηση αυτό που ουσιαστικά ελέγχει είναι στην ουσία τα γραφεία των… υπουργών της. «Το μετεμφυλιακό Κράτος, δημιούργημα και λάφυρο του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, παρέμεινε πιστό στους δημιουργούς του» γράφει ο Δουζίνας και έχει δίκιο.
Ο «κοινωνικός έλεγχος» είναι το κλειδί για τον έλεγχο της κατάστασης. Πράγματι, αυτός έχει ήδη θεσμοθετεί όπως έχουν θεσμοθετηθεί μια σειρά από άλλες σημαντικές παρεμβάσεις στον δημόσιο τομέα. Όμως σε συνθήκες γενικότερης απαξίωσης της πολιτικής, είναι δύσκολο σε αυτή τη φάση αυτός αφενός μεν να πάρει την έκταση που πρέπει, αφετέρου δε να έχει τα αποτελέσματα που χρειάζονται. Όπως επίσης και το συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων στο δημόσιο, που έχοντας γνώση του τρόπου λειτουργίας τόσο του δημοσίου, όσο και τον μηχανισμών του, δεν φαίνεται διατεθειμένο να μπει σε συγκρούσεις που θα το φέρουν σε αντιπαράθεση με αυτούς τους «εσωτερικούς μηχανισμούς».
Τούτων δοθέντων, για την αποκάλυψη  και τον έλεγχο των προνομίων και των μηχανισμών, βάρος πέφτει και στους αριστερούς και αριστερές, είτε αυτοί είναι εργαζόμενοι στο δημόσιοι, είτε είναι χρήστες των υπηρεσιών του.
Για να το πούμε διαφορετικά, η προειδοποίηση του πρωθυπουργού (και προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ) προς τους «πονηρούς», σε αυτή τη φάση θα έχει ουσία, αν την πάρουν πάνω τους οι αριστεροί και οι αριστερές και κατορθώσουν να κινητοποιήσουν σε αυτή την κατεύθυνση τα τίμια στοιχεία εντός του κρατικού μηχανισμού!

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Ψεύτες και χρήσιμοι ηλίθιοι

 Πέτρος Κατσάκος

Δεν πρόλαβε να πάει ο Γιώργος Κιμούλης στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και ορισμένοι έσπευσαν να τον υποδεχτούν με ένα ψέμα τόσο χονδροειδές και καραμπινάτο, που θα νόμιζε κανείς πως θα έμενε στα αζήτητα της διαδικτυακής πλάκας και μέχρις εκεί. Με 236 προσλήψεις κηπουρών χρέωσαν τον νέο πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος και με μια πλαστογραφημένη προκήρυξη έριξαν το δόλωμα στο Ίντερνετ και όποιος τσιμπούσε. 
Για την αναπαραγωγή του “σκανδάλου” φρόντισαν κάποιοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι μακελάρηδες του Διαδικτύου με ειδίκευση στην ακροδεξιά συνωμοσιολογία, διακινώντας μάλιστα και το αποκαλυπτικό έγγραφο που αποδείκνυε το αληθές περί της προκήρυξης “1Κ/2017” βάσει της οποία θα προσλαμβάνονταν 236 κηπουροί στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Μια σύντομη έρευνα τόσο στα αρχεία του ΑΣΕΠ όσο και του ΚΠΙΣΝ ήταν αρκετή ώστε να αντιληφθεί ο κάθε “κακόπιστος” πως ουδέποτε υπήρξε τέτοια προκήρυξη και το ειδησεογραφικό λαβράκι ήταν ακόμη μια περίπτωση “fake new”, κοινώς ακόμη μια μαϊμού του Διαδικτύου. Και μάλιστα κακής ποιότητας, μια και ο κατασκευαστής είχε πιαστεί αδιάβαστος κατά τη διάρκεια της παραποίησης των στοιχείων. 
Η πλαστογραφημένη προκήρυξη αναφερόταν στην “πλήρωση 236 θέσεων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΠΕ) του κλάδου ΚΗΠΟΥΡΩΝ” με τον κατασκευαστή της να αγνοεί πως σε αυτού του είδους τα έγγραφα ως ΠΕ αναφέρονται οι υποψήφιοι Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης και όχι οι απόφοιτοι δημοτικού. Ψιλά γράμματα, όμως, αυτά για όσους ήθελαν να ρίξουν άδεια για να πιάσουν γεμάτα. Και δυστυχώς τα κατάφεραν. Γιατί, μαζί με τους “χάνους”, τσίμπησαν και κάτι “λαβράκια” πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και βάλε.
Είναι μνημειώδες, για παράδειγμα, το άρθρο - καταπέλτης του συνταγματολόγου, πρώην πρόεδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και πρώην ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ, Κώστα Μποτόπουλου, που μέσω της ιστοσελίδας “Μεταρρύθμιση” κατακεραύνωσε για το σκάνδαλο την κυβέρνηση και τον Γιώργο Κιμούλη προσωπικά, ευχόμενος μάλιστα στον τελευταίο και “καλό πότισμα” στους “κρεμαστούς κήπους του ΚΠΙΣΝ”. Όποιος είχε την τύχη να το διαβάσει θα πρέπει να σήκωσε τα χέρια ψηλά. Κοτζάμ καθηγητής πανεπιστημίου και σπατάλησε τον χρόνο του αρθρογραφώντας επί ενός ψέματος τόσο χοντροκομμένου, που μόνο ως κακόγουστο αστείο θα μπορούσε να εκληφθεί; 
Το πήρε μάλιστα τόσο στα σοβαρά ο πρώην ευρωβουλευτής, που θεώρησε χρήσιμο να κάνει και μια ιστορική αναδρομή, εξηγώντας μας πως η λέξη «κηπουροί» αφορά ένα “είδος απολύτως απαραίτητο στη ζουγκλοειδή πατρίδα μας, στην υπηρεσία παλιότερα του άνακτος, πολιτικού τέκνου εγχωρίου κινήματος αργότερα, της αριστοκρατικής Πρώτης Φοράς Αριστεράς τώρα”. Και εκεί ο αναγνώστης σήκωσε τα χέρια ακόμα πιο ψηλά. “Ε, αφού το λέει κοτζάμ συνταγματολόγος, έτσι θα είναι” σκέφτηκε ο παραδομένος αναγνώστης και έστειλε στον αγύριστο και την κυβέρνηση, και τον Κιμούλη με τους κήπους και τους 236 κηπουρούς του.

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Κοινωνία του Survivor...

 Λάμπρος Τσουκνίδας

Αν αυτά τα συγκεκριμένα νούμερα της έρευνας της διαΝΕΟσις προκάλεσαν αίσθηση, υπάρχουν κάποια άλλα -καθόλου άσχετα, σε τελική ανάλυση- τα οποία δημιουργούν βαθύτερη, μακροπρόθεσμα, ανησυχία: Το 54,5% θεωρεί ότι "πρέπει η φορολογία να είναι χαμηλή έστω και αν υπάρχει λιγότερη κρατική μέριμνα"...
Όταν έχεις μια κοινωνία που φτάνει να δίνει 50%-60% τηλεθέαση στο Survivor, γιατί άραγε ξενίζει που ένας στους πέντε θεωρεί ότι μας ψεκάζουν ή που οι οκτώ στους δέκα ερμηνεύουν όσα γίνονται στην Ελλάδα και στον κόσμο στηριγμένοι στην πεποίθηση ότι «υπάρχουν μυστικές οργανώσεις από την Ελλάδα ή το εξωτερικό που δρουν στο παρασκήνιο και κινούν τα νήματα»;
Πόσο μάλλον που το 52,8% ενημερώνεται κυρίως από το Ίντερνετ, το 46,9% δεν είδε καμία θεατρική παράσταση μέσα στο δωδεκάμηνο, το 49,5% δεν παρακολούθησε καμία συναυλία, το 43,1% δεν πήγε ποτέ σε κανένα μουσείο και το 18,6% δεν έχει διαβάσει κανένα βιβλίο τους τελευταίους 12 μήνες, ενώ υπάρχει ένα 38,9%, αθροιστικά, που άντε να έχει διαβάσει από ένα έως τέσσερα βιβλία μέσα σε ένα χρόνο -καλύτερα να μην ψάξουμε τι βιβλία, αν και ο κατάλογος των ευπώλητων ή μια απλή συζήτηση με τον βιβλιοπώλη μας δίνει μια εξαιρετικά δυσάρεστη απάντηση...
Αν αυτά τα συγκεκριμένα νούμερα της έρευνας της διαΝΕΟσις προκάλεσαν αίσθηση, υπάρχουν κάποια άλλα -καθόλου άσχετα, σε τελική ανάλυση- τα οποία δημιουργούν βαθύτερη, μακροπρόθεσμα, ανησυχία: Το 54,5% θεωρεί ότι «πρέπει η φορολογία να είναι χαμηλή έστω και αν υπάρχει λιγότερη κρατική μέριμνα»... Αυτή η επιλογή είναι ακόμα πιο ανησυχητική διότι γίνεται αντιπαραθετικά προς την άλλη που λέει: «Πρέπει να υπάρχει υψηλή φορολογία και ισχυρό κράτος πρόνοιας για όλους», μια επιλογή που πλέον ασπάζεται μόνο το 31,9%, διότι τι να το κάνεις το ισχυρό κράτος πρόνοιας όταν στο μυαλό σου έχεις το πρότυπο του Survivor...
Αυτό το στοιχείο δεν μπορεί παρά να διαβαστεί συνδυαστικά με το 35,8% που λέει, «αφού φοροδιαφεύγουν τόσο πολλοί, όταν μπορώ φοροδιαφεύγω και εγώ» και το 38,9% που θεωρεί τη φοροδιαφυγή θεμιτή άμυνα κατά της υπερβολικής φορολογίας (ο ΣΕΒ θα ήταν περήφανος με την απήχηση της σχετικής άποψής του) έναντι του 56,3% που θεωρεί τη φοροδιαφυγή αντικοινωνική συμπεριφορά. Το ενδιαφέρον είναι πως οι ίδιοι άνθρωποι που δίνουν αυτές τις απαντήσεις δίνουν και μια ερμηνεία αφού το 60,8% συμφωνεί με την άποψη ότι «οι Έλληνες ενδιαφέρονται πρωτίστως για το ατομικό τους συμφέρον, ακόμα και σε βάρος του συνόλου»...
Η κρίση όχι μόνον δεν έδωσε στην πλειοψηφία την ευκαιρία να σκεφτεί συλλογικά, να εντάξει στον προβληματισμό της την αλληλεγγύη ή τον συνεργατισμό, αλλά αντίθετα δείχνει να παγιώνει το είδος του ατομισμού πάνω στον οποίο στηρίχθηκε η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού σε όλο τον κόσμο. Ξαναφέρνοντας έτσι στο προσκήνιο το βασικό ζητούμενο: την ανάγκη ανάκτησης της ιδεολογικής ηγεμονίας όσο είναι καιρός.