Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Τα κομματικά γυαλιά στρεβλώνουν την ανάγνωση των αριθμών

Η νέα κυβέρνηση έχει όλο τον χρόνο μπροστά της να βελτιώσει την κατάσταση της οικονομίας πολύ περισσότερο, ιδίως αν πετύχει τον διπλασιασμό του ρυθμού ανάπτυξης με όφελος για όλους τους Έλληνες όπως έχει τάξει. Δεν έχει κανέναν λόγο να φοβάται και να καταφεύγει σε μικροπολιτικές πλασματικής υποβάθμισης των επιτυχιών της προηγούμενης κυβέρνησης
Του Κώστα Καλλωνιάτη

Στη διαμάχη κυβέρνησης - ΣΥΡΙΖΑ για την παράδοση - παραλαβή της κατάστασης στην οικονομία ειπώθηκαν ορισμένες «ανακρίβειες» που καλό είναι να μην επαναληφθούν.
Η κυβέρνηση κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «δεν τα πάει καλά με τη σωστή ανάγνωση των αριθμών” και ότι “συνεχίζει να κυριεύεται από αυταπάτες» γιατί, ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού, «τα φορολογικά έσοδα Ιουνίου -δηλαδή επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- σημείωσαν υστέρηση έναντι του στόχου κατά 290 εκατ. ευρώ, ενώ τα φορολογικά έσοδα Ιουλίου -δηλαδή επί διακυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας- σημείωσαν αύξηση έναντι του στόχου κατά 206 εκατ. ευρώ. Επίσης, γιατί ως προς την ανάπτυξη ο ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε την οικονομία με οικονομική μεγέθυνση 0,8%, την επέστρεψε στην ύφεση το 2015 και το 2016 και έκτοτε η οικονομία σέρνεται, με τον ρυθμό ανάπτυξης να βρίσκεται στο 1,3% το πρώτο τρίμηνο του 2019, πολύ χαμηλότερα από τους στόχους».
Πρόκειται για δύο ορθές επισημάνσεις με δύο εξίσου σημαντικές υποσημειώσεις που, ωστόσο, παραλείπει η κυβέρνηση. Η φορολογική και δημοσιονομική επίδοση μιας χρονιάς όπως το 2019 δεν αξιολογείται με βάση το αποτέλεσμα ενός μήνα, αλλά μιας ολόκληρης περιόδου. Έτσι, στο σύνολο του α’ εξαμήνου 2019 (ΣΥΡΙΖΑ) η σωρευτική αύξηση φόρων Γενικής Κυβέρνησης είναι 200 εκατ. πάνω από την αντίστοιχη περίοδο του 2018, ενώ η σωρευτική αύξηση των εσόδων συνολικά της Γενικής Κυβέρνησης είναι 3,3 δισ. μεγαλύτερη.
Όσον αφορά την ανάπτυξη, η κυβέρνηση παραλείπει το γεγονός ότι την τελευταία διετία (2017 - 2018) ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης ήταν 1,7% εν μέσω Μνημονίου και φέτος ο στόχος του προγράμματος σταθερότητας είναι 2,3%, τον οποίο καλείται η ίδια να υλοποιήσει, αν όχι να υπερβεί. Όμως, παρά το φιλόδοξο αναπτυξιακό πρόγραμμα της Ν.Δ., ο Χ. Σταϊκούρας σε πρόσφατη συνέντευξή του στους “Financial Times” δήλωσε «ότι η Ελλάδα θα πετύχει τον στόχο για ανάπτυξη 2% φέτος δεδομένης της σταθερής βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος στη χώρα». Δηλαδή, αντί η βελτίωση του κλίματος να υπερκαλύψει τον αναπτυξιακό στόχο της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, θα υπολείπεται αυτού κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες...
Ωστόσο, ο αιφνίδιος ρεαλισμός (ή προσγείωση) που επιδεικνύει ο Χ. Σταϊκούρας όσον αφορά την ανάπτυξη εγκαταλείπεται στην κριτική που ασκεί στη συνέχεια το υπουργείο Οικονομικών όσον αφορά την ευρύτερη κατάσταση της οικονομίας που παρέλαβε από τον ΣΥΡΙΖΑ. Συγκεκριμένα, στο δελτίο του (18.9) αναφέρει πως «επί ΣΥΡΙΖΑ η ανταγωνιστικότητα συρρικνώθηκε, το ιδιωτικό χρέος διογκώθηκε, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου παρέμειναν υψηλές, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων υποεκτελέστηκε και οι κεφαλαιακοί περιορισμοί που επιβλήθηκαν το 2015 εξακολουθούν να υφίστανται. Ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να αποδεχθεί αυτό που ολόκληρος ο πλανήτης αναγνωρίζει: ότι χρέωσε την ελληνική οικονομία και κοινωνία με τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ κόστος».
Θα περίμενε κανείς οι προεκλογικές υπερβολές και αναλήθειες να εγκαταλείπονταν μετεκλογικά από μια κυβέρνηση που επιζητεί, υποτίθεται, τη συναίνεση στην οικονομία. Δυστυχώς, συνεχίζονται και διαψεύδονται από τα επίσημα στατιστικά δεδομένα. Συγκεκριμένα:
* Το διάστημα μεταξύ 2014 και α’ εξαμήνου 2019 η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας (βάσει σχετικών τιμών κατανάλωσης) έναντι των 28 βασικών ανταγωνιστών της βελτιώθηκε 4,2% σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (βλ. Στατιστικό Δελτίο Μαρτίου - Ιουνίου 2019). Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, και στην αύξηση του λόγου εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών από 32,4% το 2014 σε 36,1% το 2018 και 36,6% το α’ τρίμηνο 2019 (βλ. Eurostat και ΕΛΣΤΑΤ).
* Το συνολικό ιδιωτικό χρέος (ιδιώτες και επιχειρήσεις) σαν ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε, από 233,4 δισ. ευρώ ή 130,6% του ΑΕΠ το 2014, σε 203,8 δισ. ευρώ ή 110,3% του ΑΕΠ το 2018, ενώ στο α’ τρίμηνο 2019 εκτιμάται πως υποχώρησε περαιτέρω σε 105% (βλ. Εurostat).
* Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Δημοσίου έναντι του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας μειώθηκαν από 3,1 δισ. τον Δεκέμβριο 2014 σε 1,7 δισ. τον Ιούνιο 2019 σύμφωνα με το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών (βλ Δελτίο Μηνιαίων Στοιχείων Γενικής Κυβέρνησης).
* Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων όντως υποεκτελέστηκε, όμως σαν ποσοστό στο ΑΕΠ παρέμεινε πάνω από τον μέσο όρο της Ευρώπης.
* Οι κεφαλαιακοί περιορισμοί πράγματι υφίστανται για ορισμένες μέρες ακόμη, καθώς ο διοικητής της ΤτΕ Γ. Στουρνάρας έχει ανακοινώσει την εντός του Σεπτεμβρίου άρση τους. Προφανώς η πρόοδος αυτή σχετίζεται με την έξοδο από το Μνημόνιο, την αύξηση των καταθέσεων και τη βελτίωση της ρευστότητας και των προοπτικών της οικονομίας μετά την πιστοληπτική αναβάθμιση της χώρας επί... ΣΥΡΙΖΑ.
* Τέλος, αφού τα 100 δισ. που υποτίθεται χρέωσε ο ΣΥΡΙΖΑ τη χώρα δεν προκύπτουν από το ιδιωτικό χρέος, προφανώς αφορούν το δημόσιο χρέος. Όμως το χρέος Γενικής Κυβέρνησης, που το 2014 ήταν 319,6 δισ. το 2018 ήταν 334,6 δισ. (αύξηση μόλις 15 δισ.). Αν, μάλιστα, αφαιρέσουμε τα ταμειακά διαθέσιμα (2,5 δισ. το 2014 και 26,8 δισ. Το 2018), τότε το καθαρό δημόσιο χρέος μειώθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ κατά 9,3 δισ.
Η νέα κυβέρνηση έχει όλο τον χρόνο μπροστά της να βελτιώσει την κατάσταση της οικονομίας πολύ περισσότερο, ιδίως αν πετύχει τον διπλασιασμό του ρυθμού ανάπτυξης με όφελος για όλους τους Έλληνες όπως έχει τάξει. Συνεπώς, δεν έχει πλέον κανέναν λόγο να φοβάται και να καταφεύγει σε μικροπολιτικές πλασματικής υποβάθμισης των επιτυχιών της προηγούμενης κυβέρνησης.
Δεν ψηλώνεις ποτέ εσύ με το να προσπαθείς να κοντύνεις τον ανταγωνιστή σου.

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

ΟΣΥΡΙΖΑ μετά


Δημ. Γιατζόγλου.                           Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά

1. Η Ανασυγκρότηση. Η Διεύρυνση. Η Μετεξέλιξη. Η Επανίδρυση. Ο Μετασχηματισμός. Το Κόμμα από την αρχή. Το Ανοιχτό Κόμμα. Το Κόμμα ως φόρμα. Το κόμμα Κίνημα / Παράταξη / Πόλος / Δέντρο... Το Πρόγραμμα... Η Ταυτότητα....
Λέξεις που επιστρατεύονται για να περιγράψουν την επόμενη μέρα του ΣΥΡΙΖΑ. Περισσότερο ως στερεότυπα, με το συμβολικό τους φορτίο· λιγότερο μ’ ένα ακριβές νοηματικό περιεχόμενο. Σημασίες επικαλυπτόμενες, αλλά και αντιθετικές. Που, στο όνομα του ανοιχτού διαλόγου, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο «δημιουργικής ασάφειας», ιδανικό για την ανάπτυξη ενός διακριτικού βοναπαρτισμού των προειλημμένων αποφάσεων.
Ας σταθούμε, αρχικά, στην παραδοξότητα: Η Κ.Ε. κλήθηκε να συνομολογήσει -λειτουργώντας ως forum- την έναρξη του διαλόγου για τον «ΣΥΡΙΖΑ μετά», χωρίς να έχει εκπληρώσει την αυτονόητη υποχρέωσή της: να αποφανθεί για τον «ΣΥΡΙΖΑ πριν»· να αποτιμήσει κριτικά τη μέχρι σήμερα πορεία. Αλλά, αν το προσκλητήριο για το «κόμμα από την αρχή» ξεκινάει από την εκτίμηση ότι μπαίνουμε σε ένα νέο πολιτικό κύκλο, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε για τον κύκλο που κλείνει.
Η συζήτηση για το «μετά» προϋποθέτει τη συζήτηση για το «πριν», ώστε να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που εξαντλήθηκε και πρέπει να «μετασχηματιστεί». Το ερμηνευτικό σχήμα «και χάσαμε και κερδίσαμε» είναι προδήλως ανεπαρκές. Χωράει όλες τις εκδοχές.
2. Η κομματική ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια εύλογη προτεραιότητα. Οχι όμως μια εύκολη υπόθεση. Δεν ταυτίζεται και δεν εξαντλείται με τη μαζικοποίηση των οργανώσεων, την επινόηση νέων μορφών συμμετοχής, την αναγκαία επιστροφή στελεχών πρώτης γραμμής στις κομματικές δομές. Η ανασυγκρότηση δεν είναι πρωτίστως ζήτημα λειτουργικών διευθετήσεων και αναζήτησης μιας νέας «φόρμας». Ακόμα και τα πιο καινοτόμα οργανωτικά στοιχεία, αποσυνδεδεμένα από την παραγωγή πολιτικής και προγράμματος, θα αφομοιωθούν στο παράδειγμα ενός κόμματος που παράγει παθητική συναίνεση στις αποφάσεις της κορυφής.
Ο θεμελιώδης όρος της ανασυγκρότησης του κόμματος είναι η επανάκτηση του πολιτικού του ρόλου, ο οποίος βαθμιαία εκχωρήθηκε ολοκληρωτικά σε επιμέρους θεσμικές του εκφράσεις και τελικά στην κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ανασυγκροτηθεί αν «επανιδρυθεί» ως πολιτικό υποκείμενο· αν υπερβεί τον εγκλωβισμό της πολιτικής πρακτικής του στο πεδίο της κρατικής υπερδομής· αν παραμείνει στην αντίληψη ότι η πολιτική είναι τελικά σχέση με τις ταξικές και κοινωνικές του αναφορές.
Αν, αντίθετα, προσχωρήσει στον κομφορμισμό πολιτικών υποδειγμάτων ενός φθαρμένου πολιτικού συστήματος, σύμφωνα με τον οποίο η διαμόρφωση των πολιτικών και προγραμματικών επιλογών αποτελεί προνόμιο της κοινοβουλευτικής ομάδας, του προεδρικού επιτελείου ή μιας «σκιώδους κυβέρνησης», θα παραμείνει καθηλωμένος στον κύκλο που κλείνει, όσες «ανασυγκροτήσεις» και αν επιχειρηθούν.
3. Ας είμαστε ειλικρινείς: η έννοια του μετασχηματισμού για ένα πολιτικό κόμμα θέτει ευθέως το ζήτημα της αλλαγής ταυτότητας· αν βεβαίως ως ταυτότητα εννοούμε τη ζώσα συνθήκη ύπαρξής του και όχι ένα εγκόλπιο αρχών που αναφέρονται στον ορίζοντα του «κάποτε» και αφήνουν ανέπαφη την τρέχουσα πολιτική του πράξη.
Για ένα κόμμα της Αριστεράς η ταυτότητα δεν είναι προϊόν μόδας, υποκείμενο στην εκάστοτε ζήτηση της εκλογικής αγοράς και στις επιταγές της συγκυρίας. Συμπυκνώνει τον δεσμό παρελθόντος και μέλλοντος, ιστορικότητας και παρόντος μέσα από τον οποίο τίθεται συνεχώς το ζήτημα της ανθρώπινης χειραφέτησης από τις δουλείες του καπιταλισμού. Γίνεται με τα χρόνια βιωμένη εμπειρία, στοιχείο αντίστασης στον ιδεολογικό σχετικισμό. Πυξίδα προσανατολισμού της μακράς ιστορικής διάρκειας, μηχανισμός ελέγχου των αδιεξόδων της light πολιτικής, θεμέλιος λίθος της αφοσίωσης των στρατευμένων.
Το ζεύγος «μετασχηματισμός - ταυτότητα» πρέπει λοιπόν να αποτελέσει το κορυφαίο ζήτημα διαλόγου για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ. Η αντιπαράθεση των απόψεων πρέπει να είναι καθαρή. Χωρίς εκπτώσεις και λογικές του μέσου όρου, έξω από την αντίληψη των «συνθέσεων» που, αργά ή γρήγορα, διαβρώνουν την ενότητα του πολιτικού υποκειμένου.
4. Η εξαγγελθείσα Διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη δρομολογηθεί: Ως «διεύρυνση στην κοινωνία» και ως διεύρυνση του χαρακτήρα και της βασικής στρατηγικής του αναφοράς. Μέσα από την ασάφεια και την αμφισημία των νύξεων, η κατεύθυνση είναι ορατή: η παραπέρα «ωρίμανση» (λιγότερο ή περισσότερο βίαιη) απαιτεί τον ριζικό μετασχηματισμό του: από κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε κόμμα εκφραστή τού κατά συνθήκη οριζόμενου «προοδευτικού χώρου». Το υψηλό ποσοστό της πρόσφατης εκλογικής καταγραφής θεωρήθηκε (αυθαιρέτως) ως εντολή υλοποίησης του άλματος και ως υπαρκτή διαθεσιμότητα συμμετοχής σε αυτό.
Τα ερωτήματα υπάρχουν και αφορούν το «διά ταύτα» της πρόσκλησης για συμμετοχή: Συμμετοχή στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ για την ανασυγκρότησή του; Συμμετοχή στις διεργασίες συγκρότησης του πολιτικού υποκειμένου ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία (προεξοφλώντας την κατάφαση σε μια ταυτότητα και ένα πρόγραμμα που ακόμα δεν υπάρχουν); Δέσμευση για συμμετοχή στο επόμενο βήμα μιας απροσδιόριστης διεύρυνσης;
Οπως υπάρχουν και οι ενστάσεις: η επιλογή για τη μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα – παράταξη, κόμμα - ομπρέλα (ή κόμμα – δέντρο, αν το προτιμάμε ως όρο), κόμμα της Κεντροαριστεράς δηλαδή (για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους), οδηγεί σε έναν ασπόνδυλο πολυσυλλεκτισμό χωρίς όρια και σε μια χαλαρή ταυτότητα - αμοιβάδα. Υποκαθιστά την αναγκαιότητα της ριζοσπαστικής αμφισβήτησης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού με την αντίληψη της άμβλυνσης των «ακροτήτων» του ως μοναδικής σημερινής (ώς πότε;) δυνατότητας. Ακυρώνει τη συγκρότηση ενός νέου συνασπισμού εξουσίας, θεωρώντας τον ισχυρό πολιτικό διπολισμό και την εναλλαγή των «πόλων» του στη διακυβέρνηση ως το δημοκρατικό όριο μιας αριστερής στρατηγικής.
Μόνο που η νίκη της Ν.Δ. στις εκλογές και η δρομολογημένη ήδη εμπέδωσή της σε μια μακροπρόθεσμη, συμπαγή ιδεολογική κυριαρχία του αστισμού, υποδεικνύει στην Αριστερά μια ριζικά διαφορετική κατεύθυνση.
5. Παραθέτω, προσυπογράφοντάς το, ένα απόσπασμα πρόσφατου άρθρου του Κύρκου Δοξιάδη στην «Εφ.Συν.»: «Tο εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Ιουλίου είναι πρώτα και κύρια συνέπεια μιας ισχυρής και αποτελεσματικής ανασύνταξης και ανασυσπείρωσης των κυρίαρχων ταξικών δυνάμεων γύρω από τον κομματικό μηχανισμό που ανέκαθεν τις εκπροσωπούσε μεταδικτατορικά».
Η σαφήνεια της εκτίμησης δεν έχει ανάγκη από σχολιασμό. Μας βοηθάει να κατανοήσουμε αντιστικτικά τον βασικό λόγο της δικής μας ήττας: απέναντι σ’ έναν πολιτικο-κοινωνικό και ιδεολογικό συνασπισμό εξουσίας που έχει ενσωματώσει και τις δυνάμεις της Ακροδεξιάς, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να ενεργοποιήσει και να αντιπαραθέσει έναν αντίστοιχο συνασπισμό -δεν κατάφερε να μετασχηματίσει την πολιτική συναίνεση που τον έφερε στην κυβερνητική εξουσία σε μια σταθερή και βαθύτερη ηγεμονία.
Θα άξιζε μια σοβαρή συζήτηση για τους λόγους αυτής της αποτυχίας: όπως, για παράδειγμα, γιατί επιλέξαμε την αντιπαράθεση σε δευτερεύοντα πεδία, όπως αυτό της διαφθοράς, των οικονομικών «παθογενειών», της αποτελεσματικότερης προσαρμογής και διαχείρισης για την επιστροφή στην «κανονικότητα». Και πρωτίστως γιατί υποτιμήσαμε και αποφύγαμε τη μάχη στο πεδίο της ιδεολογίας· όχι μέσα από την αντιπαράθεση αφηρημένων ρητορικών, αλλά με τη συγκεκριμένη κριτική του κυρίαρχου οικονομικού, πολιτικού και πολιτισμικού υποδείγματος.
Κυρίως όμως θα άξιζε μια συζήτηση για το μέλλον. Για το αν αυτό που απαιτείται είναι ο μετασχηματισμός μας ή η ανασυγκρότηση μιας ισχυρής ταυτότητας που θα αμφισβητήσει την κυριαρχία της Δεξιάς στον πυρήνα της: την προσπάθεια εμπέδωσης στη χώρα του καθεστώτος του επιθετικού νεοφιλελευθερισμού. Και η συστηματική επεξεργασία ενός πολιτικού προγράμματος μιας μετακαπιταλιστικής μετάβασης.
Υστερόγραφο: Δεν έχει επιλεγεί αυτή η κατεύθυνση. Αυτό που έχει εξαγγελθεί είναι η ελεγεία του μελαγχολικού τέλους μιας εποχής και η αποδοχή της ανάδυσης του «νέου ηγεμόνα». Αυτό που εκφωνείται είναι: «ο Βασιλιάς είναι νεκρός. Ζήτω ο Βασιλιάς!». Λυπάμαι που δεν μπορώ να συμμετάσχω στους εορτασμούς της διαδοχής.

Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

ΑΝΤΙΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΠΙΣΩΓΥΡΙΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΔΙΚΟΙΚΗΣΗ

Αλέξης Χαρίτσης

Η συζήτηση αυτή στη Βουλή έρχεται λίγες μόνο μέρες μετά την ψήφιση ενός άλλου ν/σ που φέρατε εν μέσω θέρους,  για το επιτελικό κράτος. Και το αναφέρω αυτό γιατί τα δύο αυτά συνδέονται ευθέως. Τα ενώνει το ίδιο νήμα της λογικής της υπερσυγκέντρωσης αρμοδιοτήτων και εξουσιών. Η ίδια νοοτροπία εξασθένισης δομών και μηχανισμών διαβούλευσης, ελέγχου και λογοδοσίας.

Αυτό επιχειρείτε για το Κράτος -το ίδιο θέλετε να κάνετε και στην Αυτοδιοίκηση!

Λίγες μόλις εβδομάδες μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές, στις οποίες το εκλογικό σώμα προσήλθε έχοντας υπόψη του το συγκεκριμένο, ισχύον εκλογικό σύστημα του «Κλεισθένη» και ενώ είναι γνωστές οι συνθέσεις των νέων δημοτικών, τοπικών και περιφερειακών συμβουλίων.
Υπενθυμίζω ότι ο «Κλεισθένης» αποτέλεσε μια συνολική μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της Τ.Α. με άξονες την εμβάθυνση της δημοκρατίας, την ενίσχυση των θεσμών λαϊκής συμμετοχής, τη βελτίωση της οικονομικής και αναπτυξιακής λειτουργίας των ΟΤΑ, τον εκσυγχρονισμό των όρων εποπτείας της Αυτοδιοίκησης. Υπήρξε αντικείμενο πρωτοφανούς σε εύρος και σε διάρκεια διαβούλευσης, για πάνω από δύο χρόνια, σε όλα τα κεντρικά και περιφερειακά όργανα των αυτοδιοικητικών θεσμών.
Ενώ εσείς, μέσα σε λίγες μόλις μέρες, χωρίς καν να ζητηθεί η συμβολή των έμπειρων υπηρεσιακών στελεχών του ΥΠΕΣ, κατόπιν πρόχειρης συζήτησης με την -ελεγχόμενη από εσάς- ηγεσία της ΚΕΔΕ, δεν εισηγείστε σήμερα ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για τη διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου της Τ.Α., αλλά μία πρόχειρη, αποσπασματική και κατάφωρα αντισυνταγματική αντιμεταρρύθμιση.
Πιστή στο παρωχημένο και αυταρχικό δημΑρχοκεντρικό μοντέλο διοίκησης των ΟΤΑ, η κυβέρνηση της Ν.Δ. σπεύδει να εξυπηρετήσει το, ελεγχόμενο από την ίδια, αυτοδιοικητικό κατεστημένο ανατρέποντας με τον πιο αντιδημοκρατικό τρόπο τους συσχετισμούς των συμβουλίων, όπως αυτοί διαμορφώθηκαν από το ίδιο το εκλογικό σώμα.
Με ένα συμπίλημα κακότεχνων επεμβάσεων στις διατάξεις του «Κλεισθένη» και με την επίκληση δήθεν προβλημάτων που προκαλεί το νέο θεσμικό πλαίσιο που κατοχυρώνει την απλή αναλογική (που δεν έχει καν προλάβει να εφαρμοστεί στην πράξη!), καθυποτάσσετε τα συμβούλια (δηλαδή τα αποφασιστικά, βουλευόμενα όργανα των ΟΤΑ) στα μονοπρόσωπα εκτελεστικά όργανα, δηλαδή τον δήμαρχο και τον περιφερειάρχη.
Υπενθυμίζω ότι ο δήμαρχος ή ο περιφερειάρχης είναι εκτελεστικά όργανα των αποφάσεων των συμβουλίων και ασκούν μόνο τις αρμοδιότητες που τους απονέμονται ρητά από τον νόμο, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να φτάνουν μέχρι του σημείου να αναιρούν ή να θέτουν σε αμφισβήτηση τον αποφασιστικό ρόλο των συμβουλίων.
Κάτι τέτοιο θα αντέβαινε άλλωστε στον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας που προβλέπει ότι το δικαίωμα της τοπικής αυτονομίας ασκείται από συμβούλια ή συνελεύσεις που αποτελούνται από μέλη εκλεγόμενα με ελεύθερη, μυστική, ίση, άμεση και καθολική ψηφοφορία.
Έτσι ορίζεται η αυτονομία των αποφασιστικών, βουλευόμενων οργάνων των ΟΤΑ, δηλαδή των συμβουλίων, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτονομία την οποία εσείς καταστρατηγείτε με τις συγκεκριμένες διατάξεις.
Σταχυολογώ τις πιο κρίσιμες από αυτές:
Άρθρο 1
Παραβιάζει την αρχή της ισότητας της ψήφου, διαμορφώνοντας όρους σύμπραξης παρατάξεων, κομμένους και ραμμένους στα μέτρα του δημάρχου / περιφερειάρχη.
Είναι αδιανόητο μάλιστα αυτό που προβλέπεται, να μην μπορεί δηλαδή να ανακληθεί η σύμπραξη. Ακόμα, δηλαδή, και αν η διαμορφωθείσα πλειοψηφία δεν τηρήσει ούτε κατ’ ελάχιστο τη συμφωνία, οι σύμβουλοι της παράταξης που επέλεξε να συνενωθεί με την παράταξη του δημάρχου / περιφερειάρχη, δεν θα μπορούν να ανακαλέσουν τη σύμπραξή τους.
Μια τέτοια πρόβλεψη αντίκειται ευθέως στη δημοκρατική αρχή.
Σας το λέει άλλωστε η ίδια η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής στην έκθεσή της επί του εν λόγω νομοσχεδίου (σελ. 9).
Άρθρο 2
Η πρόβλεψη ότι, σε κάθε περίπτωση, πλειοψηφία στις επιτροπές θα έχουν οι σύμβουλοι που ανήκουν στην παράταξη του δημάρχου, ουσιαστικά ακυρώνει τη βασική αρχή ότι οι επιτροπές εκλέγονται από τα συμβούλια.
Επικαλούμαι και πάλι την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής στην έκθεσή της επί του εν λόγω νομοσχεδίου (σελ. 12).
Άρθρο 5
Τέλος, η αυτοδιοικητική αντιμεταρρύθμιση της Νέας Δημοκρατίας ακυρώνει επί της ουσίας τις κοινότητες. Μετατρέπει τα τοπικά συμβούλια (τα οποία για πρώτη φορά εκλέχτηκαν με ξεχωριστή κάλπη και άρα έχουν βαρύνουσα δημοκρατική νομιμοποίηση) σε διακοσμητικά όργανα, δέσμια των αποφάσεων του δημάρχου.
Επιβάλλει ουσιαστικά τον ορισμό και όχι την εκλογή στη θέση των προέδρων των τοπικών συμβουλίων, περιφρονώντας τη νωπή εντολή του εκλογικού σώματος. Και καταργεί, και αυτό είναι το πλέον καθοριστικό, κάθε αποφασιστική αρμοδιότητα των κοινοτήτων. Να αποφασίζουν δηλαδή για την κατανομή, σε δράσεις και έργα, του ποσοστού των επενδυτικών πόρων που αναλογούν στην κοινότητα.
Αναιρεί δηλαδή η κυβέρνηση τις διατάξεις του «Κλεισθένη» για την ενδοδημοτική αποκέντρωση, που υπήρξαν αφορμή για την απελευθέρωση, στις πρόσφατες εκλογές, ζωντανών, αυτοδιοικητικών δυνάμενων στις τοπικές κοινωνίες.
Θέλω πραγματικά να δω πώς θα δικαιολογήσετε αυτή σας την πολιτική επιλογή στους δικούς σας αιρετούς στα χωριά και στις κωμοπόλεις σε όλη την Ελλάδα, που είδαν επιτέλους με τον «Κλεισθένη», μετά από πολλά χρόνια, να αποκτούν και πάλι φωνή, ρόλο και αρμοδιότητες και να ξεφεύγουν από τον σφιχτό εναγκαλισμό του δημάρχου.
Εν κατακλείδι, με τον «Κλεισθένη» εμείς επιδιώξαμε, μεταξύ άλλων, να ενισχυθεί η λαϊκή συμμετοχή, να ανοίξει η Αυτοδιοίκηση σε δυνάμεις που μέχρι τώρα ήταν αποκλεισμένες ή στο περιθώριο.
Στόχος μας είναι να διαμορφώσουμε μια πιο δημοκρατική και συμμετοχική Αυτοδιοίκηση, ικανή να αναζωογονήσει το ενδιαφέρον των πολιτών για τα κοινά. Μια Αυτοδιοίκηση που θα μπορεί να πρωταγωνιστήσει στην παραγωγική και τη δημοκρατική αναγέννηση που έχει ανάγκη η χώρα μας.
Εσείς τι κάνετε σήμερα με τις διατάξεις που προτείνετε;
Επαναφέρετε το προηγούμενο προσωποκεντρικό μοντέλο διοίκησης και μαζί με αυτό όλες τις παθογένειες που το συνόδευαν: τις πελατειακές σχέσεις, την αδιαφάνεια, την αποθάρρυνση των πολιτών να συμμετέχουν στα κοινά.
Εν ολίγοις, αυτό που επιχειρείται σήμερα είναι μια παλαιοκομματική, συντηρητική, αντιδημοκρατική αντιμεταρρύθμιση, ένα μεγάλο πισωγύρισμα.
Εμείς θα συνεχίσουμε να παλεύουμε για να μην γυρίσει πίσω η Αυτοδιοίκηση.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

Η πρόκληση για την Αριστερά της Nέας Eποχής που ανοίγεται μπροστά μας


Η. Ζαβογιάννη, Χ. Κασίμης, Τ. Κορκολής, Λ. Λαμπριανίδης, Κερ. Ραυτοπούλου, Π. Σκευοφύλαξ, Κ. Στρατής, Ευ Φωτονιάτα


Τι πέτυχε η αριστερή διακυβέρνηση; Γιατί έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ; Ποια αντιπολίτευση θα είναι παραγωγική και ποια οφείλει να είναι η νέα πολιτική του τοποθέτηση; Ένα κείμενο θέσεων για την επόμενη μέρα της προοδευτικής παράταξης από 8 στελέχη-μέλη του ΣΥΡΙΖΑ.

Η Αριστερά σε θέση κυβερνητικής εξουσίας

Η χρεοκοπία του 2010, αποτέλεσμα χρόνιων εσωτερικών παθογενειών και στρεβλώσεων που άφησαν τη χώρα πλήρως εκτεθειμένη στους κλυδωνισμούς της παγκόσμιας κι ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά και οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν στη συνέχεια, προκάλεσαν βαθιά κρίση αντιπροσώπευσης, αποσταθεροποιώντας και θέτοντας σε αμφισβήτηση τα τότε κόμματα εξουσίας κι ευρύτερα το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης.
Η Αριστερά άδραξε την ευκαιρία κι από το 2012 διεκδίκησε δυναμικά τη δυνατότητα άσκησης κυβερνητικής εξουσίας. Εκείνη την περίοδο στο επίκεντρο της πολιτικής διαμάχης και σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ των πολιτικών σχηματισμών, αλλά κι εντός αυτών, ήταν τα μνημόνια που συνόδευαν τις δανειακές συμβάσεις της Ελλάδας με τους δανειστές της. Η αποδοχή ή όχι των μνημονίων ήταν ένα κρυστάλλινο ερώτημα που διαπέρασε την ελληνική κοινωνία και δημιούργησε τις συνθήκες που επέτρεψαν στην Αριστερά να αναλάβει την κυβερνητική εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, έπειτα από δύο αποτυχημένα Προγράμματα Προσαρμογής που προηγήθηκαν, αφενός γιατί οι πολίτες ήθελαν να τιμωρήσουν τα κόμματα που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία αφετέρου γιατί αποζητούσαν την προοπτική διεξόδου από το καθεστώς των μνημονίων και ό,τι αυτό συνεπαγόταν.
Μετά το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης του πρώτου εξαμήνου του 2015, αν κι αυτό υπήρξε πολύ κατώτερο των προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει στο κοινωνικό σώμα, ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρήθηκε στην κυβερνητική εξουσία, με ανανεωμένη εντολή από τους πολίτες στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 να είναι αυτός που θα διαχειριστεί το τρίτο Πρόγραμμα Προσαρμογής, ώστε να είναι το τελευταίο, αλλά και να βάλει τις βάσεις για την αναμόρφωση της χώρας, ώστε να μη ξαναβρεθούμε στο σημείο που βρεθήκαμε το 2010.

Τα επιτεύγματα της αριστερής διακυβέρνησης

Η κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ διαχειρίστηκε -τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό- ακραίες καταστάσεις και τις έφερε εις πέρας, σε γενικές γραμμές επιτυχώς, υλοποιώντας, πρώτιστα, τον κύριο στόχο, αυτόν του τερματισμού των Προγραμμάτων Προσαρμογής. Τα μεγάλα επιτεύγματα της αριστερής διακυβέρνησης είναι τα ακόλουθα:
  • Η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, η ρύθμιση του χρέους  και το αποθεματικό των 37 δισ. ευρώ στα κρατικά ταμεία που συνεπάγονται την ανάκτηση της δημοσιονομικής ασφάλειας και κυριαρχίας, με αυξημένους βαθμούς αυτονομίας για τη χώρα στη χάραξη και την άσκηση πολιτικής τα επόμενα χρόνια.
  • Η μετάβαση από τη συσσωρευόμενη ύφεση και την υψηλή ανεργία στη σταθερή οικονομική ανάκαμψη και την ενίσχυση της απασχόλησης.
  • Η επίλυση του «μακεδονικού» προβλήματος με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία αναβάθμισε γεωπολιτικά την Ελλάδα, δημιουργώντας νέα δυναμική στην ευρύτερη περιοχή.
Επιπρόσθετα, την τετραετία 2015-2019 έλαβε χώρα μια σημαντική προσπάθεια ανασυγκρότησης του κοινωνικού κράτους. Στηρίχθηκαν συστηματικά τα πιο αδύναμα τμήματα της κοινωνίας και ο κόσμος της εργασίας. Ήταν η περίοδος κατά την οποία ψηφίστηκε σειρά νομοθετημάτων για την αναβάθμιση και την κατοχύρωση ανανεωμένων ατομικών δικαιωμάτων. Ρυθμίστηκε για πρώτη φορά το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών. «Καθάρισε το τοπίο» στη διαχείριση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και του Αναπτυξιακού Νόμου. Διαμορφώθηκε ένα οικοσύστημα νέων χρηματοδοτικών εργαλείων. Μπήκαν οι βάσεις για τον ψηφιακό και τον ενεργειακό μετασχηματισμό της χώρας. Προχώρησαν τομές στο χωρικό σχεδιασμό, όπως το Εθνικό Κτηματολόγιο και οι Δασικοί Χάρτες. Άρθηκαν στρεβλώσεις στις αγορές υπηρεσιών και προϊόντων κλπ. Εκσυγχρονίστηκε το θεσμικό πλαίσιο και απλοποιήθηκαν οι διαδικασίες, όπως για το εταιρικό δίκαιο και την ίδρυση επιχειρήσεων. 

Το εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Ιουλίου

Παρά τα επιτεύγματα αυτά, μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Ιουλίου η διακυβέρνηση της χώρας επέστρεψε έπειτα από τεσσεράμισι χρόνια στη Δεξιά. Έχουν γραφεί πολλά και θα γραφούν ακόμα περισσότερα για τις αιτίες της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ: το συσσωρευμένο βάρος στους πολίτες από την εφαρμογή τριών μνημονίων, η διαδικασία συναισθηματικής αποφόρτισης μετά το δημοψήφισμα, οι εγγενείς αντιφάσεις της αναγκαίας για μια ορισμένη συγκυρία συμμαχίας με τους ΑΝΕΛ, το «καθεστωτικό ύφος», η «κυβερνητική αλαζονεία» και ο «διχαστικός λόγος», η απουσία ριζικών μεταρρυθμίσεων που θα άλλαζαν τη σχέση πολίτη - κράτους, διαπιστωμένες αδυναμίες στη διακυβέρνηση, ιδίως σε απλά ζητήματα καθημερινότητας των πολιτών, που δεν συζητήθηκαν επαρκώς και δεν αντιμετωπίστηκαν εγκαίρως κ.ά.
Πέρα όμως από όλα αυτά υπάρχει  μια πολύ σημαντική  αιτία που δεν αφορά μόνο την ήττα της Αριστεράς αλλά και την επιχείρηση παλινόρθωσης του παλαιού πολιτικού συστήματος. Αυτή είναι η αδυναμία ανάδειξης από τον ΣΥΡΙΖΑ ενός συνολικού συνεκτικού αφηγήματος για  το μέλλον της χώρας, το οποίο θα μπορούσε να υπερισχύσει απέναντι στην εχθρική στάση της πλειοψηφίας των ΜΜΕ, την υποκρισία της Νέας Δημοκρατίας στο «μακεδονικό» και, κυρίως, απέναντι στο δεξιό λαϊκισμό και τις υποσχέσεις της ΝΔ για μεγάλες φοροελαφρύνσεις, επενδυτική «έκρηξη» με όχημα τις κατασκευές (βλ. Ελληνικό) και υψηλότατους ρυθμούς μεγέθυνσης. Παρά το γεγονός ότι για πρώτη φορά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διαμόρφωσε ολοκληρωμένη αναπτυξιακή στρατηγική για τη χώρα, την Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική, την οποία μάλιστα διαπραγματεύτηκε επιτυχώς και με τους δανειστές, ούτε το κείμενο αυτό αλλά ούτε και κάποιο άλλο αποτέλεσαν τη βάση για το πρόγραμμα της επόμενης τετραετίας με ορίζοντα την επόμενη δεκαετία.
Η Αριστερά κατέκτησε τη δυνατότητα να ασκήσει κυβερνητική εξουσία αρχικά επειδή απάντησε καθαρά στο ερώτημα για τα μνημόνια και στη συνέχεια ως η μόνη πολιτική δύναμη που θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα στην επιτυχή ολοκλήρωση των Προγραμμάτων Προσαρμογής, όπως και πράγματι το κατάφερε. Εντούτοις,  έχασε την κυβέρνηση καθώς δεν ενέπνευσε την κοινωνία για τη μεταμνημονιακή εποχή -τις προϋποθέσεις της οποίας η ίδια η Αριστερά δημιούργησε- και κυρίως γιατί δεν απάντησε πειστικά στο πώς θα επιτύχει τη ριζική αναμόρφωση της χώρας και τη μετάβαση από την οικονομική ανάκαμψη σε ένα νέο επίπεδο συλλογικής ευημερίας.

Ποια αντιπολίτευση;

Όμως όλα αυτά είναι πλέον παρελθόν. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές αλλά ταυτόχρονα υπερψηφίστηκε από το 32% σχεδόν των πολιτών, από όλες εκείνες κι εκείνους που αναγνώρισαν τα όσα έγιναν την προηγούμενη τετραετία κι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι «γίνεται κι αλλιώς» κι ότι το μείγμα του «χωρίς όρια» νεοφιλελευθερισμού, του κοινωνικού συντηρητισμού και της καταστολής που πρεσβεύει η ΝΔ δεν μπορεί να αποτελέσει απάντηση για το μέλλον της χώρας. Η απάντηση που θα δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ στο ερώτημα με ποιο τρόπο θα κινηθεί ως αξιωματική αντιπολίτευση, θα καθορίσει σε σημαντικό βαθμό το πλαίσιο, την ουσία και το περιεχόμενο της πολιτικής αντιπαράθεσης των επόμενων ετών, ενισχύοντας ή αποδυναμώνοντας τις προοπτικές επανόδου στην κυβερνητική εξουσία. Συγκεκριμένα, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διαχειριστεί την εκλογική και κοινοβουλευτική του δύναμη με δύο διαφορετικούς μεταξύ τους τρόπους κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το δίλημμα της τρέχουσας συγκυρίας.
Ο ένας τρόπος είναι να πολιτευτεί όπως κάθε μεγάλο κόμμα της μεταπολίτευσης όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση. Δηλαδή να αρκεστεί σε μία στείρα, αρνητική αντιπολίτευση, η οποία δεν έχει προτάσεις αλλά μόνο καταστροφολογικές κραυγές κι αψιθυμία, όπως έκανε η ΝΔ όλο το προηγούμενο διάστημα. Ταυτόχρονα να υφαίνει ένα δίκτυο μικρών και μεγάλων «εξυπηρετήσεων» απέναντι σε μικρά και μεγάλα συμφέροντα, αναμένοντας την πτώση της κυβέρνησης και την εκ νέου ανάληψη της εξουσίας, με όλη την ενέργεια να δαπανάται στη διαμόρφωση των νέων μικρο-πολιτικών ισορροπιών. Αυτή είναι μια εκδοχή νέας «κανονικότητας», η οποία θα συνδεόταν και με την πραγματική «πασοκοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ, οδηγώντας με βεβαιότητα στη συρρίκνωση της πολιτικής κι εκλογικής επιρροής του.
Ο άλλος τρόπος, όμως, είναι η επιστροφή της Αριστεράς στην αντιπολίτευση να αποτελέσει την ευκαιρία να αναδιαμορφώσει την ταυτότητά της με σύγχρονους όρους και να καταθέσει ένα μακροχρόνιο σχέδιο για τη χώρα, την οικονομία και την κοινωνία, διεκδικώντας να επανέλθει στην κυβερνητική εξουσία με «θετικό» τρόπο. Να ασκήσει δηλαδή αντιπολίτευση ως δυνάμει προοδευτική κυβέρνηση, με βάση ένα συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο που δεν θα εξαντλείται σε γενικόλογα αναθέματα απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό και τη λιτότητα. Το πολιτικό αυτό σχέδιο, του οποίου οι βάσεις ήδη υπάρχουν στα θετικά πεπραγμένα της κυβερνητικής εμπειρίας, μπορεί να εμπλουτιστεί και να εξειδικευθεί, ώστε να παράγει μια αντιπολιτευτική πρακτική που θα εκλαμβάνει κάθε ζήτημα της καθημερινότητας ως ευκαιρία για τον ΣΥΡΙΖΑ να απαντήσει συγκεκριμένα, πειστικά και ρεαλιστικά στο «τι θα έκανε η Αριστερά γι’ αυτό αν ήταν κυβέρνηση». Δηλαδή, να ακολουθήσει μια πολιτική που θα βασίζεται περισσότερο στα «policies» πλέον και όχι στα «politics» με την εκφυλισμένη και κακώς εννοούμενη εκδοχή τους.
Η πολιτική με την πραγματική της έννοια, τόσο εντός ενός κόμματος ή ενός ευρύτερου χώρου όσο και στο πεδίο του κομματικού ανταγωνισμού, οφείλει να συνδέεται οργανικά με τη διαμόρφωση τεκμηριωμένων πολιτικών που αποτελούν τις αιχμές πάνω στις οποίες επιδιώκεται η συγκρότηση της απαιτούμενης κοινωνικής συναίνεσης για την επίτευξη της πολιτικής ηγεμονίας. Άρα, σύμφωνα με τον «θετικό» τρόπο άσκησης αντιπολίτευσης με ορίζοντα την ανάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας, στόχος για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι να εκφράσει πολιτικά τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία μέσα από την προωθητική διασύνδεση της πολιτικής του με συγκεκριμένες, επεξεργασμένες, μετρημένες, κοστολογημένες πολιτικές, που αποτελούν τις προοδευτικές απαντήσεις στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής, μακριά από το λαϊκισμό, τις μεγαλόστομες ρητορείες, τις ανέξοδες και γενικόλογες υποσχέσεις, τις μικροπολιτικές ή και παραπολιτικές τακτικές. Και αυτό ακόμα κι αν χρειαστεί να έρθει σε αντιπαράθεση με αντιλήψεις και συμπεριφορές εντός κι εκτός του κόμματος.

Με ποιο κόμμα;

Ο προγραμματικός πολιτικός λόγος και η επιστημονικά τεκμηριωμένη πολιτική πρόταση είναι ιστορικά προς το συμφέρον της Αριστεράς, η οποία, για να υπερασπιστεί την κοινωνία και τη δημοκρατία, έχει την ευθύνη να «εκπαιδεύσει» μέσα από τις δικές της παρεμβάσεις το κοινωνικό σώμα αλλά και να «εκπαιδευτεί» η ίδια από τις προοδευτικές κοινωνικές δυνάμεις. Όπως, όμως, συχνά συμβαίνει σε κρίσιμες στιγμές, το καίριο ερώτημα της συγκυρίας «με ποιο πολιτικό σχέδιο ως αντιπολίτευση σήμερα για προοδευτική διακυβέρνηση αύριο;» τείνει να κρυφτεί πίσω από ένα γενικόλογο ερώτημα «τι κόμμα;». Ερώτημα κρίσιμο και αυτό, που όμως υποβαθμίζεται σε «τεχνικό» και «άνευρο», αν δεν υπηρετεί έναν πρωταρχικό πολιτικό στόχο. Ερώτημα που αν δεν τεθεί στις ορθές του βάσεις και αν δεν συνδεθεί ουσιαστικά με ένα πολιτικό σχέδιο σαν και αυτό που περιγράψαμε παραπάνω, θα εκφυλιστεί σε μια ακόμα διαδικασία αντιπαράθεσης εσωτερικών ανταγωνιστικών τάσεων, όπως έχουμε ζήσει πολλές φορές στο παρελθόν.
Δηλαδή, αντί να συζητάμε αποκλειστικά και μόνο τις τεχνο-οργανωτικές λεπτομέρειες της «διεύρυνσης», που όλοι συμφωνούμε ότι είναι αναγκαία και ευπρόσδεκτη, αυτό που θα έπρεπε να συζητάμε σε προτεραιότητα είναι το πολιτικό της περιεχόμενο, ποια θα είναι η τεκμηριωμένη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση του αύριο και ποια η στοχευμένη καμπάνια που θα κάνει, ώστε να ανακτήσει την πρωτοβουλία στη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας, επικεντρώνοντας στα μεγάλα ζητήματα που μπορούν να καταστούν προνομιακά για την Αριστερά στη νέα εποχή που ανοίγεται μπροστά μας:
  • Βαθύς μετασχηματισμός της παραγωγικής βάσης της χώρας στα χνάρια των προηγμένων οικονομιών της γνώσης και στα ζητούμενα της επείγουσας κλιματικής κρίσης, της υπαρκτής δημογραφικής παρακμής και των προκλήσεων της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, με στόχο όχι απλώς τη μεγέθυνση αλλά την πραγματική αναπτυξιακή αναβάθμιση της οικονομίας σε αειφόρο και βιώσιμη βάση (προτεραιότητα στην εξωστρέφεια, την καινοτομία και το υψηλά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, ψηφιακός και ενεργειακός μετασχηματισμός της οικονομίας, μετάβαση στην κυκλική οικονομία κλπ).
  • Ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Εμβάθυνση του κοινωνικού κράτους. Καταπολέμηση των ανισοτήτων κι άρση των αποκλεισμών που πρεσβεύουν το νεοφιλελεύθερο και το ακροδεξιό μοντέλο ανάπτυξης.
  • Ριζική μεταρρύθμιση του κράτους, ώστε να γίνει κοινωνικά ανταποδοτικό, αποτελεσματικό και φιλικό για τον πολίτη. Μετάβαση από το πελατειακό κράτος του παρελθόντος, από τα δίκτυα επιρροής και την προνομιακή πρόσβαση λίγων σε αυτά, σε ένα ευνομούμενο κράτος δικαίου, που θα διασφαλίζει ίσες ευκαιρίες και δίκαιη μεταχείριση για όλους.
  • Διασφάλιση των δημόσιων αγαθών. Διεύρυνση των δικαιωμάτων. Ενίσχυση της δημοκρατίας και της λαϊκής αντιπροσώπευσης.
  • Στρατηγική αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας.
Το ολοκληρωμένο και συνεκτικό πολιτικό αφήγημα, η προτεραιοποίηση των στρατηγικών στόχων, το πρόγραμμα και η τεκμηρίωση  των πολιτικών. Η δημιουργία συντονισμένων δράσεων βάσης και ηγεσίας, προκειμένου όλα αυτά να αναδειχτούν και να αποτελέσουν αντικείμενο διαβούλευσης στη δημόσια σφαίρα. Μια καλά οργανωμένη καμπάνια με χρήση των εργαλείων της σύγχρονης τεχνολογίας και επικοινωνίας, που θα την καθιστούν ελκυστική για τις νεότερες γενιές, τα δυναμικά κοινά και τις δημιουργικές δυνάμεις της χώρας. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να απευθυνθεί και σε νέα ακροατήρια, να προσεγγίσει νέους φίλους και να εγγράψει νέα μέλη, που θα αποκτήσουν οργανική σχέση μαζί του και δεν θα παίζουν το ρόλο του βολικού «σκηνικού» σε ένα σόου για τα ΜΜΕ, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν σε κινητοποιήσεις ποσοτικής διεύρυνσης, αλλά εν τέλει όχι ποιοτικής εμβάθυνσης, που έχουν επιχειρήσει και το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ.
Αν το Σεπτέμβριο δεν ξεκινήσει μια δυναμική πορεία πραγματικής και όχι απλά επικοινωνιακής ανασύνταξης, παρότι ο στόχος της στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε στις εκλογές, είναι ορατός ο κίνδυνος η εκλογική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας να διατηρηθεί μέσα στο επόμενο διάστημα. Αντίθετα, οι νέοι φίλοι και μέλη που θα προκύψουν από μια διαδικασία ουσιαστικού πολιτικού διαλόγου, όπως αυτή που περιγράφηκε παραπάνω, θα εδραιώσουν σε στέρεες βάσεις τη νέα ηγεμονική πολιτική τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να ανακτηθεί για την Αριστερά και τις προοδευτικές δυνάμεις η πρωτοβουλία σε πολιτικό επίπεδο.
Ηρώ Ζαβογιάννη, πολιτικός επιστήμονας, μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ
Χαράλαμπος Κασίμης, τ. γενικός γραµµατέας Αγροτικής Πολιτικής & Διαχείρισης Κοινοτικών Πόρων
Τάκης Κορκολής, τ. γενικός γραµµατέας Δηµοσίων Επενδύσεων ΕΣΠΑ
Λόης Λαμπριανίδης, τ. γενικός γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων
Κερασίνα Ραυτοπούλου, σύµβουλος Διοίκησης Εθνικής Τράπεζας
Παναγιώτης Σκευοφύλαξ, σύµβουλος Πολιτικής, Στρατηγικής κι Επικοινωνίας
Κώστας Στρατής, τ. υφυπουργός Πολιτισµού
Ευγενία Φωτονιάτα, τ. ειδική γραµµατέας ΕΣΠΑ