Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Η ανεργία, το κόστος εργασίας και οι «μεταρρύθμισεις»



Του Γιάννη Σιώτου
 Για τους περισσότερους η εικόνα των Γάλλων που διαμαρτύρονται για την εργασιακή μεταρρύθμιση που προωθεί ο Γάλλος πρόεδρος ήταν η αφορμή να σκεφτούν ότι τελικά η Ευρώπη των κοινωνικών κατακτήσεων δεν έχει σιωπήσει. Σίγουρα σκορπά ελπίδες το γεγονός ότι σε αυτή τη μουδιασμένη Ευρώπη εξακολουθούν να υπάρχουν άνθρωποι που είναι αποφασισμένοι να αντισταθούν. Η εικόνα χιλιάδων ανθρώπων που είναι αποφασισμένοι να μην "παραδοθούν αμαχητί" σε πολιτικές που οδηγούν νομοτελειακά στο να οξύνουν περισσότερο την ήδη διευρυνόμενη ανισότητα και αντιμετωπίζουν την αγορά εργασίας όπως όλες τις υπόλοιπες αγορές αγαθών και υπηρεσιών, δημιουργεί ελπίδες ότι τελικά το αύριο μπορεί να μην είναι τόσο μαύρο. Η αλήθεια είναι ότι το νέο εργασιακό περιβάλλον που το Βερολίνο προσπαθεί να επιβάλλει σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη γυρνά την ανθρωπότητα μερικούς αιώνες πίσω. Η σχεδόν γραμμική λογική της, που βασίζεται στην υπόθεση ότι η μειωμένη αμοιβή, σε συνδυασμό με την περικοπή των δικαιωμάτων των εργαζομένων θα οδηγήσει σε μείωση της ανεργίας, είναι όχι μόνο απλοϊκή, αποσπασματική και οπισθοδρομική, αλλά και -ίσως το σημαντικότερο- υποκριτική. Όμως ακόμα πιο θλιβερό είναι το να διαπιστώνει κάποιος την ευκολία με την οποία χρησιμοποιούν τα γερμανικής εμπνεύσεως επιχειρήματα μερικοί από τους πιο ισχυρούς Eυρωπαίους.
Ας ξεκινήσουμε, όμως, από το τελευταίο: Την υποκρισία. Την ίδια στιγμή που ο Γάλλος πρόεδρος υπερασπιζόταν την εργασιακή μεταρρύθμιση χρησιμοποιώντας το επιχείρημα προφανώς ότι η μείωση του κόστους εργασίας είναι ο μοναδικός τρόπος για να έλθει η ανάπτυξη, η Γερμανία κατάφερε να πετύχει να αυξήσει τον ρυθμό ανάπτυξής της με τον ταχύτερο ρυθμό της τελευταίας διετίας, ξεπερνώντας τόσο την υπόλοιπη Ευρωζώνη όσο και την ομάδα των επτά μεγαλύτερων βιομηχανικών κρατών του κόσμου.
Αυτό το γερμανικό θαύμα επιτεύχθηκε, όχι εξαιτίας των εξαγωγών της αλλά εξαιτίας της εγχώριας ζήτησης. Κοντολογίς, οι ίδιοι οι Γερμανοί, με τα χρήματα που κερδίζουν από την εργασία τους, στήριξαν τη γερμανική οικονομία, καθώς η ισχυρή εγχώρια ζήτηση, τόσο για καταναλωτικά προϊόντα και υπηρεσίες όσο και για επενδύσεις, ώθησε τη γερμανική οικονομία και υπερκάλυψε τις απώλειες από την επιβράδυνση των εξαγωγών. Και η εγχώρια ζήτηση δεν προήλθε από την οικονομική ελίτ της χώρας, αλλά από τα εκατομμύρια των απλών εργαζομένων οι οποίοι επωφελούνται από τα μικρά ποσοστά ανεργίας, αλλά και από τη βελτίωση των εισοδημάτων τους.
Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει σήμερα στη Γερμανία είναι το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που η πολιτική ελίτ της προσπαθεί να επιβάλλει σε όλη την Ευρώπη: τη συρρίκνωση του εργασιακού κόστους. Το γερμανικό επίτευγμα, όμως, αποτελεί ταυτόχρονα απτή απόδειξη ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει ο Γάλλος πρόεδρος -αλλά και οι άλλοι Ευρωπαίοι συνάδελφοί του- για να εφαρμόσει πολιτικές που υποβαθμίζουν τον ρόλο της εργασίας, είναι όχι μόνο σαθρά αλλά και υποκριτικά. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να κατανοήσει ότι οι κουτσουρεμένοι μισθοί και η ανεργία επηρεάζουν τη ζήτηση και επομένως επιδεινώνουν, αντί να βελτιώνουν, τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Και εκεί βρίσκεται η υποκρισία των λίγων που προσπαθούν να πείσουν τους πολλούς ότι η αιτία όλων των οικονομικών δεινών βρίσκεται στους μισθούς και στα ημερομίσθια που κερδίζουν προσφέροντας την εργασία τους.
Η απλοϊκότητα των επιχειρημάτων που προβάλλουν αναδεικνύεται και από το γεγονός ότι ηθελημένα αποσιωπούν τη βασική αιτία του προβλήματος, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι καταλυτικές συνέπειες των πολιτικών της ανισότητας που έχουν αποδεχτεί και εφαρμόσει, σε συνδυασμό με τις αλλαγές στις δομές στην αλυσίδα παραγωγής που έχουν επέλθει λόγω της τεχνολογίας.
Σίγουρα για έναν πολιτικό είναι πολύ πιο εύκολο να ισχυριστεί ότι για όλα τα οικονομικά προβλήματα υπεύθυνοι είναι οι απλοί εργαζόμενοι από το να ομολογήσει ότι οι πολιτικές αποφάσεις που έχει πάρει για να στηρίξει τα κέρδη των πολυεθνικών και ένα επικίνδυνο και σχεδόν παρασιτικό τραπεζικό τομέα είναι ουσιαστικά υπεύθυνες για το δήθεν αδιέξοδο. Αλλά ακόμα πιο δύσκολο είναι να παραδεχθεί και να το ομολογήσει ότι το μέλλον θα είναι δυσκολότερο για το κόσμο της εργασίας. Τα σημάδια είναι πλέον φανερά. Η τεχνολογία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην απώλεια εκατομμυρίων εκατομμυρίων θέσεων εργασίας μέσα στην επόμενη δεκαετία, όχι μόνο στον δευτερογενή τομέα, αλλά και στις υπηρεσίες. Για να το πούμε με απλά λόγια: για τους πολιτικούς που υποστηρίζουν ότι ο δρόμος για την ανάκαμψη περνά μόνο από το κούρεμα των μισθών είναι ο πιο εύκολος και ανώδυνος τρόπος για να συγκαλύψουν τις δικές τους ευθύνες για το σημερινό πρόβλημα, αλλά και για το αυριανό αδιέξοδο. Και εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς: θα φταίνε πάλι οι μισθοί και τα εργασιακά δικαιώματα για την ανεργία που προκαλεί η υποκατάσταση της ανθρώπινης εργασίας; Και αν για τους πολιτικούς φταίνε πάλι οι άνθρωποι, τότε θα προτείνουν την κατάργηση των μισθών;
Δυστυχώς πρόκειται για πραγματικά διλήμματα, τα οποία πολύ σύντομα θα αναδειχθούν με έναν πρωτόγνωρα σκληρό τρόπο. Διαβάζοντας τις αναλύσεις που δημοσιεύουν κορυφαίοι οικονομολόγοι για το μέλλον της εργασίας, αισθάνεται κανείς τρόμο. Κανείς πλέον δεν αμφισβητεί ότι σήμερα τα μηχανήματα αντικαθιστούν περισσότερα είδη ανθρώπινης εργασίας από όσα ποτέ πριν. Στα χρόνια που έρχονται, οι ευφυείς μηχανές θα γίνονται φθηνότερες και πιο ικανές, θα αντικαταστήσουν ολοένα και περισσότερο την ανθρώπινη εργασία, ιδίως σε σχετικά δομημένα περιβάλλοντα όπως είναι τα εργοστάσια και ειδικά για τις πιο συνήθεις και επαναλαμβανόμενες εργασίες. Οι στατιστικές, άλλωστε, είναι αψευδής μάρτυρας για τα δεινά που έρχονται.
Όπως σημείωσαν οι οικονομολόγοι Susan Fleck, John Glaser και Shawn Sprague στη μηνιαία έκθεση του Αμερικανικού Γραφείου Στατιστικών Εργασίας για το 2011, «το μερίδιο της εργασίας ήταν κατά μέσο όρο 64,3% από το 1947 μέχρι το 2000. Το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί κατά την τελευταία δεκαετία, πέφτοντας στο χαμηλότερο σημείο του κατά το τρίτο τρίμηνο του 2010 στο 57,8%». Άλλες μελέτες έχουν καταγράψει σημαντική πτώση στο ποσοστό της εργασίας επί του ΑΕΠ σε 42 από τις 59 χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Κίνας, της Ινδίας και του Μεξικού. Δηλαδή χώρες χαμηλού εργατικού κόστους. Τα επίσημα κινεζικά στοιχεία αναφέρουν μείωση της τάξης των 30 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στη βιομηχανία από το 1996, ή 25% επί του συνόλου, αν και η παραγωγή τής μεταποίησης έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 70%.
Οι αριθμοί αυτοί από μόνοι τους καταρρίπτουν τα επιχειρήματα εκείνων που θεωρούν την αμοιβή της εργασίας ως τον κρίσιμο παράγοντα που επηρεάζει την απασχόληση και την ανεργία. Για να το εκφράσουμε με απλά λόγια, οι αριθμοί αυτοί αποδεικνύουν ότι σήμερα το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στο πόσο χαμηλοί είναι οι μισθοί, αλλά στο κατά πόσον η αγορά εργασίας μπορεί να ακολουθήσει και να προσαρμοστεί στη μεταβολή της τεχνολογίας. Και οι ηγέτες σίγουρα είναι εντελώς απρόθυμοι να κάνουν τις παρεμβάσεις που πρέπει για να περικόψουν τα κέρδη των πολυεθνικών προς όφελος των σημερινών εργαζομένων και αυριανών υποψήφιων ανέργων.
Από την άλλη πλευρά, αυτή η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στην αγορά εργασίας απαιτεί μία εντελώς διαφορετική οπτική. Το να πρεσβεύει κανείς ότι θα πρέπει να ανακοπεί η τεχνολογία προκειμένου να διατηρηθεί αλώβητη η αγορά εργασίας, είναι σχεδόν ουτοπικό. Αντιθέτως, πολιτικές που θα εστιάζονται στον τρόπο κατανομής των ωφελημάτων που θα προκύψουν από αυτές τις αλλαγές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πιο ρεαλιστικοί στόχοι. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι το μερίδιο του λέοντος από τα ωφελήματα που θα προκύψουν θα το έχουν πάλι οι πολυεθνικές, οι «επενδυτές» και οι μάνατζερς. Όλοι αυτοί, δηλαδή, που καταφεύγουν στους φορολογικούς παραδείσους, που χρησιμοποιούν όλες τις δυνατότητες και τα «παραθυράκια» που τους προσφέρουν οι πολιτικοί ηγέτες για να φυλάξουν και να μεγαλώσουν τον ήδη αμύθητο πλούτο τους.
Επομένως το ζητούμενο είναι το κατά πόσον οι πολιτικές ηγεσίες είναι πρόθυμες να παρέμβουν ώστε να εξασφαλίσουν ένα μέρος των κερδών να αναδιανεμηθεί προς όφελος των αδυνάτων. Δυστυχώς όλα δείχνουν ότι είναι απρόθυμες να ακολουθήσουν μια τέτοια ρότα, αντίθετα, ενοχοποιώντας του αδύναμους, προσπαθούν όχι απλώς να παρακάμψουν το πρόβλημα, αλλά να το διαχειριστούν με τέτοιο τρόπο ώστε να συσσωρεύσουν ακόμα μεγαλύτερα κέρδη οι οικονομικές ελίτ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου