Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Τα ΑΕΙ πέρα από το τέλος της Ιστορίας

Παντού στην Ευρώπη ο νεοφιλελευθερισμός εκβάλλει πλέον στον εθνικισμό, στην ξενοφοβία, στην εθνική «καθαρότητα». Αυτό το πολιτικό πρόταγμα έχει τις δικές του σημαίες: ατομικιστική αριστεία, αγελαίος ανταγωνισμός, τιμωρητική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αποδοχή του κοινωνικού δαρβινισμού («οι ανισότητες αποτελούν φυσικό φαινόμενο»)
Του Γιώργου Αγγελόπουλου*
Την προηγούμενη Τετάρτη έγιναν οι πρώτες εκλογές ανάδειξης πρύτανη σύμφωνα με τον πρόσφατα ψηφισμένο Νόμο 4485. Τέθηκε έτσι τέλος σε μια επταετία νομοθετικών ανακατατάξεων του πλαισίου λειτουργίας των ΑΕΙ. Τον Αύγουστο του 2011 η Άννα Διαμαντοπούλου προέβλεπε ότι ο Νόμος 4009 για τα ΑΕΙ -που έμεινε γνωστός με το όνομά της- θα μακροημέρευε για δεκαετίες. Έναν χρόνο αργότερα βασικές προβλέψεις του νόμου ανατράπηκαν επί υπουργίας του Κ. Αρβανιτόπουλου.
Πολλοί από τους σημερινούς ένθερμους υποστηρικτές του Νόμου 4009 είχαν το 2012 εγκαινιάσει το ξήλωμά του. Ανάμεσά τους και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στα χρόνια που ακολούθησαν υπήρξε μια ολοένα αυξανόμενη ακύρωση του Νόμου 4009. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του 2011 βρίσκεται σήμερα συρρικνωμένη (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ) έως εξαφανισμένη (ΛΑΟΣ).
Η μεγάλη συνεισφορά του νομοθετικού πλαισίου που ψηφίστηκε τον Αύγουστο του 2011 αναφερόταν σε ό,τι ονομάστηκε «προσπάθεια για το τέλος της μεταπολίτευσης». Η συμπόρευση της Ν.Δ., του ΠΑΣΟΚ και του ΛΑΟΣ στη διαδικασία ψήφισης του Νόμου 4009 ήταν μια «γενική πρόβα» δημιουργίας των κυβερνήσεων που έβαλαν τη χώρα στην επιτροπεία.
Ο αυταρχισμός της υπουργού που τον Δεκέμβριο του 2011 απειλούσε τους πρυτάνεις ότι, αν δεν εφαρμόσουν τον νόμο, θα διέκοπτε τη χρηματοδότηση των ΑΕΙ αποτελούσε πρελούδιο του αυταρχισμού των Μνημονίων. Το «τέλος της μεταπολίτευσης» μεταφραζόμενο στα ακαδημαϊκά δεδομένα προϋπέθετε τη λοιδορία του Νόμου 1268 του 1982 για τη δομή και λειτουργία των ΑΕΙ.
Το ζήτημα δεν είναι αν ο Νόμος 1268 συνιστά απάντηση στις σημερινές ανάγκες των ΑΕΙ. Είναι σαφές ότι δεν αποτελεί. Απλά και μόνο διότι κάθε νόμος απαντά στα ζητούμενα μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας.
Για την Αριστερά ο Νόμος 4485 τοποθετήθηκε ήδη ρεαλιστικά στην ιστορικότητά του: από τους εισηγητές του αναφέρθηκαν σημεία που θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν μελλοντικά τις προβλέψεις του (π.χ. μια μορφή κινητικότητας των φοιτητών εντός των ΑΕΙ της χώρας). Τουναντίον το μεγάλο πρόβλημα όσων υποστήριξαν τον Νόμο Διαμαντοπούλου είναι ότι δεν μπορούσαν να τον νοηματοδοτήσουν ως επανεκκίνηση αλλά έως το τέλος. Ένα τέλος πέραν του οποίου τίποτα δεν πρέπει να υπάρξει.
Μια τέτοια προοπτική τοποθετούσε τον Νόμο 4009 εκτός ιστορικού χρόνου και τον ανήγε σε ιερή βίβλο συγκεκριμένης πολιτικής προοπτικής. Υπό αυτήν την έννοια η εφαρμογή του Νόμου 4485 βιώνεται τραυματικά ως ακύρωση της αφήγησης για το «τέλος της Ιστορίας». Βιώνεται ως «επαναφορά της μεταπολίτευσης» ενάντια σε όσους διακαώς επιδίωξαν το τέλος της προταγμάτων ισότητας που αυτή πρέσβευε.
Δεν είναι τυχαίο ότι το Ποτάμι και η Χρυσή Αυγή εξέφρασαν πιο καθαρά από όλα τα κόμματα αυτή τη θέση. Δεν είναι σύμπτωση ότι κορυφαία στελέχη του ακραίου Κέντρου είχαν εδώ και μήνες διατυπώσει την άποψη ότι «οι θεσμοί δεν θα επιτρέψουν την ανατροπή του Νόμου Διαμαντοπούλου». Στον βαθμό που οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης δεν αρκούσαν για να εμποδίσουν την ψήφιση του Νόμου 4485, αναζητήθηκαν οι γνωστοί «προστάτες» από το εξωτερικό.
Η εκτίμηση ότι τελικά η κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να ψηφίσει νόμο για τα ΑΕΙ ήταν βαθιά εδραιωμένη σε ορισμένα στελέχη της αντιπολίτευσης. Η διάψευση του «τέλους της Ιστορίας» οδήγησε στην ανάγκη μιας μετάθεσης του πεδίου της ιστορικής αφήγησης στα εθνικά και θρησκευτικά θέματα. Αυτά άλλωστε τα θέματα είναι πιο οικεία για τη ρητορική τεχνογνωσία της συντηρητικής παράταξης.
Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι παντού στην Ευρώπη ο νεοφιλελευθερισμός εκβάλλει πλέον στον εθνικισμό, την ξενοφοβία, την εθνική «καθαρότητα» και τους ταξικούς προσδιορισμούς. Αυτό το πολιτικό πρόταγμα έχει τις δικές του σημαίες: ατομικιστική αριστεία, αγελαίος ανταγωνισμός σε θεσμικό επίπεδο, τιμωρητική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αποδοχή του κοινωνικού δαρβινισμού («οι ανισότητες αποτελούν φυσικό φαινόμενο») κ.λπ.
Η αντιπαράθεση για τα πανεπιστήμια, τους σημαιοφόρους, το θρήσκευμα συνιστούν εκδοχές μιας ολοένα και πιο ξεκάθαρης κοινωνικής σύγκρουσης.
* Ο Γιώργος Αγγελόπουλος διδάσκει στο ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου