Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Μανία καταδιώξεως



Του Κώστα Καναβούρη
  • «Χθες έλαβα μια κάρτα από το Ίνσμπουργκ/ με τη χρυσή στέγη,/ όπου κάποιος είχε γράψει/ χωρίς να λέει γιατί:/ Όσοι είναι σαν εσένα πρέπει/ να πεθαίνουν σε θαλάμους αερίων!/ Περίμενε και θα δεις!/ Διάβασα την κάρτα ξανά και ξανά/ ώσπου άρχισα να φοβάμαι»
 Για τους υπέροχους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη έγραφα την περασμένη Κυριακή. Για τους στίχους, συγκεκριμένα, του τραγουδιού με τίτλο «Την πόρτα ανοίγω το βράδυ» που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Και για την πόρτα και την αγκαλιά που άνοιξε διάπλατα στους πρόσφυγες και τους μετανάστες ο ελληνικός λαός. Με τις δομές αλληλεγγύης να πληθαίνουν και να οργανώνονται όλο και πιο καλά, όλο και πιο στέρεα, προκειμένου να ανταποκριθούν στις ολοένα -δυστυχώς- μεγαλύτερες ανάγκες. Με τη συγκινητική έως δακρύων ανταπόκριση του κόσμου την περασμένη Κυριακή, όταν κυριολεκτικά πλημμύρισε το Σύνταγμα, με τόνους υλικών βοήθειας προς τους πρόσφυγες.
Και φυσικά ορισμένες άθλιες ενέργειες άθλιων ψυχών, άθλιες και αισχρές απόψεις δεν είναι δυνατόν να αμαυρώσουν τη γενική εικόνα. Μια εικόνα που προφανώς ούτε θέλει ούτε ενδιαφέρεται να κατανοήσει και αναλόγως να συνδράμει η πολιτισμένη -λεγόμενη- Ευρώπη, αδιαφορώντας ότι έτσι ούτε σώζεται, ούτε προφυλάσσεται, αλλά διαπράττει έγκλημα και εις βάρος των προσφύγων (που εν πολλοίς η ίδια δημιούργησε με την αιματοβαμμένη πολεμική πολιτική διάλυσης του κοσμικού Ισλάμ) και ταυτοχρόνως διαπράττει έγκλημα εις βάρος των λαών της.
Τα αποτελέσματα της φρίκης είναι ήδη ορατά. Όσο τα σύνορα παραμένουν κλειστά, όσο η Ειδομένη μετατρέπεται σε τόπο μαρτυρίου, ενός παράλογου και αχρείαστου μαρτυρίου που έρχεται να προστεθεί στο αβάσταχτο μαρτύριο της προσφυγιάς, τόσο θα επωάζεται, θα γεννιέται και θα μεγαλώνει το τέρας του ναζισμού μέσα στη θαλπωρή του φόβου για τον Άλλο. Τα σκυλιά που αμολάνε εναντίον των απελπισμένων δεν διώχνουν αυτούς, αλλά φέρνουν τους ναζί όλο και πιο κοντά.
Ήδη η Σλοβακία αποτελεί το τρανταχτό και φρικιαστικό παράδειγμα. Η Σλοβακία του σοσιαλδημοκράτη -τρομάρα του- πρωθυπουργού Ρόμπερτ Φίκο, που ήθελε να θυσιαστεί η Ελλάδα για να σωθεί η Ευρώπη. Και ιδού τα αποτελέσματα: στις πρόσφατες εκλογές το κόμμα του έπεσε από τις 83 στις 49 έδρες. Αντιθέτως, οι ναζί, κανονικοί, κανονικότατοι ναζί τριπλασίασαν τις δυνάμεις τους, ξεπέρασαν το 8% και μπήκαν για πρώτη φορά στη Βουλή. Και μη το θεωρήσει κανείς αμελητέο, γιατί και η τραγωδία του χιτλερισμού που αιματοκύλισε τον κόσμο κάπως έτσι ξεκίνησε. Για την ακρίβεια, από μια λέσχη μοτοσικλετιστών στην Αυστρία. Μια λέσχη που προφανώς δεν της έδωσε κανείς σημασία. Όμως το αυγό του φιδιού που γεννήθηκε εκεί ακόμα γεννάει τέρατα. Ας μην το ξεχνούν αυτό οι Αυστριακοί, από τον πρόεδρο μέχρι τον τελευταίο πολίτη της χώρας, μιας χώρας που πρωτοστατεί -και με εμπρηστικές δηλώσεις υπουργών της- στην άθλια πολιτική των κλειστών συνόρων.
Ας ακούσουν και σ' αυτή την περίπτωση τους ποιητές. Γιατί δεν υπάρχει μονάχα ο Τάσος Λειβαδίτης με τη βαθύψυχη ανθρωπιά της ποίησής του και την εξαίσια επιβεβαίωσή της. Η ποίηση είναι παντού και τίποτα δεν αφήνει που να μη χαϊδέψει το χέρι της και τίποτα που να μην κόψει το νυστέρι της. Γι' αυτό η ποίηση πάντοτε επιβεβαιώνεται. Άλλοτε εξαίσια και άλλοτε φρικιαστικά. Εκτός, λοιπόν, από τον Τάσο Λειβαδίτη, υπάρχει και ο Αυστριακός Τόμας Μπέρχαρντ (1931 -1989). Μέγας. Πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, αλλά και εξαιρετικός ποιητής. Ένας άνθρωπος που ήξερε σε ποιον κόσμο ζούσε χωρίς να γελαστεί ούτε λεπτό από το αστραφτερό πρόσωπο ενός πολιτισμού που, λίγο αν σκάψεις, θα δεις να αναβλύζει το μαύρο και το αίμα. Και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ο Αυστριακός Τόμας Μπέρχαρντ στη διαθήκη του απαγόρευσε οποιαδήποτε χρήση του έργου του από το αυστριακό κράτος. Στην Ελλάδα δεν είναι γνωστός ως ποιητής, αξίζει (και με το παραπάνω) όμως να διαβάσουμε το ποίημά του με τίτλο «Μανία καταδιώξεως» (περιλαμβάνεται στη μικρή ανθολογία με τίτλο «Έξι Ευρωπαίοι ποιητές» σε μετάφραση Αλέξανδρου Ίσαρη, από τις εκδόσεις Gutenberg):
«Όταν πείνασα ξαφνικά/ στο Χάινμπουργκ, πήγα σ' ένα εστιατόριο/ ερχόμενος από την Κρακοβία/ και παράγγειλα/ χοιρινό με κνέτελ/ και μια μικρή μπίρα./ Στο ταξίδι μου στη Σλοβακία/ άδειασε πάλι το στομάχι μου./ Κουβέντιασα με τον πανδοχέα,/ μου είπε πως θα έπρεπε να σκοτώσουν/ όλους τους Πολωνοεβραίους/ χωρίς εξαίρεση καμία./ Ήτανε ναζί.»
Ανατριχιάζεις με την επιβεβαίωση ότι η ποίηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η τέχνη της ακρίβειας. Τίποτα δεν περισσεύει και το κακό είναι εδώ. Είναι εδώ περιμένοντας την ευκαιρία του. Συνεχίζοντας το ταξίδι του στη φρίκη ο Τόμας Μπέρχαρντ, πηγαίνει στη Βιέννη, όπου συναντά έναν καλλιτέχνη που αποδεικνύεται ναζί. Από κει στο Λιντς, όπου αντιλαμβάνεται πως ο σεφ στο καφέ Ντραξελμάγερ είναι κι αυτός ναζί, ώσπου στο Ζάλτσμπουργκ συναντάει τον καθηγητή του των θρησκευτικών, ο οποίος του λέει πως ό,τι έγραψε «είναι σκατά/ και πως τη σήμερον ημέραν/ μπορεί κανείς να δημοσιεύσει/ τα μεγαλύτερα σκατά,/ σε μια εποχή, είπε, που είναι/ έτσι κι αλλιώς σκατένια,/ στο Τρίτο Ράιχ, είπε, δεν θα μπορούσα/ και πρόσθεσε πως ήμουνα γουρούνι/ και ύπουλο σκυλί (...)». Φυσικά ο δούλος του Κυρίου ήταν κι αυτός ναζί.
Και καταλήγει στο ποίημά του «Μανία καταδιώξεως» ο Τόμας Μπέρχαρντ:
«Χθες έλαβα μια κάρτα από το Ίνσμπουργκ/ με τη χρυσή στέγη,/ όπου κάποιος είχε γράψει/ χωρίς να λέει γιατί:/ Όσοι είναι σαν εσένα πρέπει/ να πεθαίνουν σε θαλάμους αερίων!/ Περίμενε και θα δεις!/ Διάβασα την κάρτα ξανά και ξανά/ ώσπου άρχισα να φοβάμαι».
Ιδού λοιπόν: Λάμπει το χρυσάφι, αλλά το χρυσάφι αυτό είναι καμωμένο από θαλάμους αερίων. Τι περιμένουμε για να δούμε; Τι περιμένουμε για να καταλάβουμε (και να φοβηθούμε) ότι ο στόχος δεν είναι μόνο οι πρόσφυγες, αλλά όλοι μας. Τι περιμένει η Αυστρία για να νιώσει το παγωμένο χέρι του θανάτου στον σβέρκο της; Το Ζάλτσμπουργκ και το Ίνσμπουργκ δεν προστατεύονται από τους πρόσφυγες, αλλά προστατεύουν τους ναζί. Ας ακούσουν τη φωνή του Τόμας Μπέρχαρντ. Αυτή θα ήταν μια ουσιαστική χρήση του έργου του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου