Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Για την απεργία στα ΜΜΕ –αλλά και αλλού

Της Κατέ Καζάντη
«Η πίεση της απεργίας πάνω στην αστική τάξη δεν έχει πολιτική σημασία παρά μόνον εάν η μπουρζουαζία αναγκαστεί να μεταφέρει αυτή την πίεση στους πολιτικούς της ανωτέρους. Τούτο όμως δεν γίνεται παρά μόνον εάν η μπουρζουαζία αισθάνεται να απειλείται άμεσα από το προλεταριάτο και της είναι αδύνατον να ξεφύγει από αυτήν την πίεση».
Στην προηγούμενη απεργιακή κινητοποίηση της ΕΣΗΕΑ – ΠΟΕΣΥ, κατά την 28η Ιανουαρίου, οι τηλεοπτικές κάμερες που κάλυψαν τη, διόλου ασυνήθιστη, συγκέντρωση ήταν περισσότερες από ποτέ, δυσανάλογα περισσότερες από το συνηθισμένο. Τα αφεντικά, δηλαδή, των δημοσιογράφων, τεχνικών Τύπου, διοικητικών υπαλλήλων κ.ο.κ., αποφάσισαν να βάλουν στην άκρη τις διαφορές τους με τον κόσμο της εργασίας και να αβαντάρουν το δίκιο του ίδιου εκείνου εργάτη που, λίγους μόλις μήνες πριν, θα έγραφαν στα μαύρα κατάστιχα και, πιθανότατα, θα απέλυαν, ακριβώς για τη δράση του που τώρα προβάλλουν.   
Η αποστροφή της Ρόζας Λούξεμπουργκ, μεταφερόμενη στο ταυτόχρονο, μας αναγκάζει να αναστοχαστούμε: ή τα, λεγόμενα, αφεντικά, εκείνοι δηλαδή που διαθέτουν τα μέσα παραγωγής, το κεφάλαιο ή η μπουρζουαζία, πιέζονται τόσο από τους προλετάριους ώστε αναγκάζονται να συμμαχούν με τον φτωχοδιάβολο ή ό,τι φαίνεται ως επαναστατικός συνδικαλισμός, ενίοτε δεν είναι παρά  λεοντή που αποκρύβει υπάρχουσες δυνάμεις συντήρησης.  Διότι μπορεί το δίκιο του εργάτη να είναι δεδομένο, η εκμετάλλευση των αιτημάτων του όμως από εκείνους που εκμεταλλεύονται και το μόχθο του επιτείνει και αναπαράγει αυτό ακριβώς που ο εργάτης επιθυμεί να ανατρέψει.   Οι «πολιτικοί ανώτεροι» είναι όλως διαφορετικά υποκείμενα για τις δύο αντιμαχόμενες τάξεις (αστική – εργατική), η δε «πίεση» υπηρετεί σαφώς διαφορετικούς στόχους. 
Σε περιόδους όπου η ιστορία γράφεται με την ανορθολογική δράση τυφλών δυνάμεων και το παρόν εμφανίζεται σαν μια συνθήκη όπου οποιαδήποτε προοπτική διεξόδου από τη γενικευμένη απελπισία παίρνει το χαρακτήρα κενής ουτοπίας, απαιτείται η ύψιστη διανοητική ψυχραιμία ώστε να λειτουργήσει η ταξική συνείδηση. Και να επιλεγούν εκείνες οι μορφές της πάλης που θα απαλύνουν το σκότος. Αλλά επειδή οι εργάτες, με ή χωρίς γραβάτα, «πωλούνται με το λεπτό και είναι εμπόρευμα όπως κάθε άλλο εμπορεύσιμο είδος» (Μαρξ, Κομμουνιστικό Μανιφέστο), η διαδικασία της αυτεπίγνωσής τους μποϋκοτάρεται πολλαπλώς και διαρκώς. Οπότε, οι συμμαχίες που πριμοδοτούν το «μύθο της γενικής απεργίας» θα πρέπει να ελέγχονται επίσης πολλαπλώς και διαρκώς.
 «Το να θεωρούμε τον κοινοβουλευτισμό αποκλειστικό μέσο πολιτικής πάλης της εργατικής τάξης δεν είναι λιγότερο φαντασιοκοπικό και, κατά βάθος, λιγότερο αντιδραστικό, από το να δεχόμαστε τη γενική απεργία ή τα οδοφράγματα ως αποκλειστικά μέσα πάλης», συμπληρώνει επιπλέον η Λούξεμπουργκ.
Αλλά ακόμα κι αν η αποστροφή μοιάζει ωσάν να επιτείνει τον «καυτό, εκνευριστικό άνεμο του οπορτουνισμού», η ιστορική αναγκαιότητα παραμένει ανοιχτή: αφ΄ ης στιγμής οι εργατικές μάζες είναι, τελεσίδικα, το μοναδικό υποκείμενο που μπορεί να κινήσει το χρόνο προς όφελός του, ο ταξικός του προορισμός είναι, σε κάθε περίπτωση, ο διαρκής αγώνας. Μακριά, όμως, από τη καταστροφική δίνη των δυνάμεων της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Η απεργία στα ΜΜΕ προκηρύχτηκε για τις 3 του Φλεβάρη, για μια ακόμα φορά χωριστά από εκείνη των λοιπών εργαζομένων. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου