Του Γκρέγκορ Γκίζι (συνιδρυτής του κόμματος της Αριστεράς (Die Linke))

O ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα της Αριστεράς, κυβερνά εδώ και έναν χρόνο την Ελλάδα. Αυτό είναι κάθε άλλο παρά αυτονόητο, δεδομένης της πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας: Δικτατορία του Μεταξά, τρομοκρατία της γερμανικής κατοχής, εμφύλιος πόλεμος μετά την απελευθέρωση, μια έντονα αυταρχική και περιορισμένη Δημοκρατία που ακολούθησε, τελικά, το φασιστικό καθεστώς των συνταγματαρχών και πάνω απ' όλα το κλίμα της διαφθοράς, της διαπλοκής και της ολιγαρχίας - πολλά περίμενε κανείς από αυτή την Ελλάδα, αλλά όχι κι ότι ένα κόμμα αριστερότερα του σοσιαλδημοκρατικού ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να αναδειχθεί πρώτο και να κυβερνήσει.
Το πρόγραμμα του Αλέξη Τσίπρα εμφανίζεται σήμερα ως μια ηρωική προσπάθεια να αποτινάξει το καθεστώς της τρόικας. Το αξιοσημείωτο ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας τόλμησαν μια ακροβασία: να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ και ταυτόχρονα να αναζητήσουν μια εναλλακτική λύση για την αντιμετώπιση της κρίσης του δημόσιου χρέους. Αυτή η εναλλακτική θα πρέπει να συνδυάζει τη μεσοπρόθεσμη διαχείριση του προβλήματος του χρέους με την απόσυρση από την καταστροφική λιτότητα. Ήταν σαφές από την αρχή ότι το πρόγραμμα αυτό δεν θα το... αγαπούσαν οι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και κυρίως όχι η γερμανική. Ήταν, άλλωστε, η Γερμανία αυτή που επέβαλε τη ρήτρα μη διάσωσης στη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Ήθελε να απολαμβάνει όλα τα οφέλη του ευρώ, αλλά να μην αναλάβει την από κοινού ευθύνη. Ήταν η Γερμανία, αυτή που απαίτησε την πολιτική της λιτότητας ως το μόνο αποτελεσματικό μέσο κατά της κρίσης. Η ελληνική κυβέρνηση γνώριζε, βεβαίως, τους συσχετισμούς δυνάμεων στην Ε.Ε., αλλά πίστεψε ότι μπορούσε να πετύχει έναν λογικό συμβιβασμό, μέσω ενός συνδυασμού διαπραγματεύσεων και της επισήμανσης των ανυπολόγιστων συνεπειών ενός "Grexit".
Η προσπάθεια αυτή του Αλέξη Τσίπρα έχει σε μεγάλο βαθμό αποτύχει. Στο τέλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην ισχύ του Eurogroup και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και η τρόικα ξαναπήρε την εξουσία. Ωστόσο, έτσι αναδείχθηκε ξεκάθαρα -και αυτό είναι σημαντικό- ποιος έχει τον τελευταίο λόγο στην Ε.Ε. Δεν είναι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ούτε το Συμβούλιο, ούτε η Επιτροπή. Είναι το Eurogroup και ΕΚΤ. Η ΕΚΤ έκλεισε τις στρόφιγγες και έπνιξε την εισροή κεφαλαίων, έτσι ώστε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να έχει τη βάση για να απειλήσει με Grexit.
Αλλά δεν είναι μόνο η ελληνική κυβέρνηση που απέτυχε το καλοκαίρι του 2015. Μαζί της γνώρισε και η ευρωπαϊκή Αριστερά, στον βαθμό που δίνει τη μάχη κατά της λιτότητας, μια ήττα. Ναι μεν παρείχε με όλη της την καρδιά αλληλεγγύη στην ελληνική κυβέρνηση, αλλά δεν είχε την πολιτική δύναμη να αντισταθεί έστω και λίγο στον Σόιμπλε και στους συνοδοιπόρους του. Η συνειδητοποίηση αυτής της αδυναμίας ενίοτε αντισταθμίζεται από κάποιες περιπετειώδεις θεωρίες για το πώς θα μπορούσε να μοιάζει ένα «Σχέδιο Β». Δεν έχω τίποτε εναντίον της συζήτησης. Πλην όμως είναι εύκολο να μιλά κανείς για πειράματα όταν δεν έχει την πολιτική ευθύνη για έναν ολόκληρο λαό, όταν δεν μπορεί να υπολογίσει τις επιπτώσεις και απλά συζητά σε ένα κύκλο ομοϊδεατών.
Από ευρωπαϊκή και γερμανική σκοπιά, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ποτέ πριν από την κυβέρνηση Τσίπρα δεν έγινε τόσο έντονη πολιτική συζήτηση για το ευρώ και την Ε.Ε. Η ψευδαίσθηση ότι το ευρώ και οι «κανόνες» του είναι ένα καθαρά τεχνικό θέμα διαλύθηκε. Χάρη στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα ξεκίνησε σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες μια βαθύτερη συζήτηση για την Ευρώπη και τις δομές της.
Τέλος, -κι αυτό συχνά υποτιμάται-, ο Αλέξης Τσίπρας επανεξελέγη παρά την αποτυχία. Αυτό και μόνο θα έπρεπε να προκαλέσει βαθύ προβληματισμό, ειδικά στη Γερμανία. Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες αναγνώρισαν ότι δεν ήταν καιροσκοπισμός αυτό που έκανε τον Τσίπρα να υποκύψει στην υπαγόρευση της λιτότητας. 
 Η εφαρμογή της αριστερής πολιτικής είναι δύσκολη και συχνά προχωρά μόνο με μικρά βήματα. Αλλά προχωρά. Ο νέος νόμος για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης είναι ένα παράδειγμα.
                                    Χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ ακόμη δεν θα υπήρχε.