Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

«Χαθήκαμε χωρίς να πέσει τουφεκιά»;


Του Δημήτρη Σεβαστάκη

Εκλογικός κατακλυσμός. Ακριβώς τα ίδια πρόσωπα που το καλοκαίρι -πριν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου- ζητούσαν λύση από την «παρούσα Βουλή, γιατί ο τόπος δεν αντέχει άλλες εκλογές», σήμερα τις ζητούν φανατικά (μερικοί και κρύα). Κάθε τρίμηνο - τετράμηνο μια εκλογική αναμέτρηση.
Πέρα όμως από περιπτώσεις μανιακών της εξουσίας που βρίσκονται σε κατάθλιψη αν δεν έχουν μπόντιγκαρντ στο πλάι τους, η εκλογολογία δείχνει και μια εκλογομανία, ένα πολιτικό ζάπινγκ που αναβάλλει τις αποφάσεις. Δείχνει μια μεγάλη, συνολική αδυναμία πολιτικής παραγωγής, πολιτικής επινόησης, πολιτικής φαντασίας: να βρεθούν λύσεις εκεί που δεν υπάρχουν.
Από το 2009 - 2010 γίνεται μια ηττοπαθής και αδέξια διαχείριση ενός δομικού προβλήματος οικονομίας, κοινωνικής διάρθρωσης και αυτοθεώρησης σε μια συνεχώς επιδεινούμενη συνθήκη. Έτσι από τον εξοργισμένο και έκπληκτο λαό του 2010 για την απροειδοποίητη (απ' το αυτοσυντηρητικό σύστημα εξουσίας) πτώχευση της χώρας, περάσαμε ένα ενδιάμεσο στάδιο παράλυσης και μιθριδατισμού (με τελικό διαχειριστή τις κρότου - λάμψης), ένα στάδιο αναπτέρωσης της ελπίδας με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα ένα στάδιο απογοητευμένης «αυτοστροφής». Και αυτή η ποιοτική διαφορά ή αυξομείωση του συλλογικού αισθήματος θα πληρωθεί πανάκριβα, αφού δεν φαίνεται δυνατό να αφομοιωθεί.
Διαιρείται η κοινωνία όχι σε τάξεις, αλλά σε φυλές μίσους ή οργής. Ομοειδείς ομάδες που ενδημούν σ' ένα κοινό, δίκαιο συμφέρον, αλλά που ενοποιούνται θυμικά και αντιληπτικά.
Ψιλοφτιάχνουν κοινές αναφορές, ξεσκίζονται στα μπλογκς, τακτοποιούνται συνειδησιακά, ηρεμούν με τους φαντασιακούς φόνους των διπλανών. Το αδιευθέτητο, το αίσθημα ματαίωσης, η αδυναμία εξήγησης που συνεχίζει να σκίζει τα σωθικά του πολίτη είναι το χειρότερο κληροδότημα. Είναι το στοιχείο που δημιουργεί τη μέγιστη ανισορροπία. «Τι μου μένει;». Να το πλέον γερασμένο και ά-δρομο είδος θεώρησης που απλώνεται, που βαθαίνει, που διαρρηγνύει την κοινωνική συνέχεια.
Αυτά τα χαρακτηριστικά μιας νέας, μέσης συλλογικής συνείδησης αποτελούν την τεράστια οπισθοδρόμηση. «Εδώ που έχουμε φτάσει δεν υπάρχει ελπίδα, παρεκτός κι αν τολμήσουμε ν' απελπιστούμε στ' αλήθεια: να το πάρουμε απόφαση πως βρισκόμαστε πράγματι σε μονόδρομο. Αρκεί μόνο να οπλίσουμε τη ματιά μας με περισσότερη λογική, δηλαδή με περισσότερο θάρρος, ώστε να δούμε πως δεν πρόκειται για τον περιβόητο 'μονόδρομο' υποταγής στη μοίρα, στην ακόρεστη τυφλή και κουφή βούληση των 'αγορών', αλλά για τον όντως μονόδρομο μιας ζωτικά αναγκαίας -πρωτίστως εσωτερικής- αναστροφής»i λέει ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος.
«Ακόμη και η άρνηση της αγοράς δεν έχει άλλο στόχο παρά την ενδυνάμωση της ανταλλακτικής αξίας της ίδιας της άρνησης».ii «Ωστόσο η τραγική συνείδηση, ο απώτερος γόνος του Διαφωτισμού, δεν έχει για στήριγμα την ελπίδα. Παραμένει μαχόμενη σε πείσμα της ιστορικά διαπιστωμένης ήττας των οραμάτων του νεωτερικού υποκειμένου ή, για να 'μαι ακριβέστερος, της νικηφόρας διαστροφής τους».iii Κάνω χρήση του κύκλου για να βρω κάπως το σχήμα αυτού του ακανόνιστου που αισθάνομαι.
Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος μπορεί -σκληρός- να θέτει το κρυφό αίτημα μιας λυτρωτικής και βασανιστικής μετάνοιας, ενώ συγχρόνως συγχωρεί. Κάτι σαν παρηγοριά που απρόοπτα ανθίζει στο αυστηρό και ενσυνείδητο τέλος. Μια ανανέωση του βαθέος αιτήματος «Ήττας» που στοίχειωσε και παρόξυνε την ποίηση και το αίμα. Τον παραφράζω φυσικά, αλλά έχω την πεποίθηση ότι κάπου εκεί μπορούμε να ξανασκάψουμε ένα νέο πολιτικό πρωτόκολλο. Γιατί αλλιώς «χαθήκαμε χωρίς να πέσει τουφεκιά.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου